Με την γήρανση του πληθυσμού, η συχνότητα της άνοιας αυξάνεται, με αποτέλεσμα η συχνότητα της μέτριας προς σοβαρή άνοιας να κυμαίνεται στο 5% περίπου του γενικού πληθυσμού για άτομα άνω των 65, και 20%-40% για άτομα άνω των 85 ετών.
Επίσης τα άτομα με άνοια αποτελούν το 15%-20% των ασθενών των εξωτερικών παθολογικών ιατρείων και το 50% των ατόμων σε δομές χρόνιας φροντίδας.
Η άνοια τύπου Alzheimer αποτελεί την συχνότερη μορφή άνοιας και αυξάνεται σε συχνότητα με την πάροδο της ηλικίας.
Επί του παρόντος πέραν των 55.000.000 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν παγκοσμίως με την άνοια και μέχρι το 2050 αναμένεται να φτάσουν τα 152.000.000 εκατομμύρια, καθ’ ότι παρουσιάζονται περίπου 10.000.000 νέες περιτπώσεις άνοιας κάθε χρόνο.
Η άνοια αποτελεί την έβδομη αιτία θανάτου και μια από της μεγαλύτερες αιτίες αναπηρίας και εξάρτησης ανάμεσα στους ηλικιωμένους.
Το 1907 ο Alois Alzheimer περιέγραψε για πρώτη φορά την νόσο, στην οποία αργότερα δόθηκε το όνομα του και στην οποία το άτομο παρουσιάζει προοδευτική έκτπωση των νοητικών λειτουργιών.
Για να διαγνωστεί κλινικά η άνοια τύπου Alzheimer, λαμβάνεται υπόψη η χωρίς εμφανή έναρξη προοδευτική έκτπωση των νοητικών λειτουργιών και περιλαμβάνει ιδιαίτερα νευροπαθολογικά και νευροχημικά χαρακτηριστικά.
Η άνοια τύπου Alzheimer πρώιμου τύπου, μπορεί να παρουσιαστεί σε άτομα ηλικίας μικρότερης των 65 ετών και έχει γρήγορη εξέλιξη συνήθως, ενώ η όψιμη μορφή της, παρουσιάζεται σε άτομα άνω των 65 ετών και εξελίσσεται με βραδύτερο ρυθμό.
Παρόλο που η αιτία της άνοιας τύπου Alzheίmer παραμένει άγνωστη, οι ερευνητές έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στην κατανόηση της μοριακής βάσης των εναποθέσεων αμυλοειδούς, που αποτελεί χαρακτηριστικό της νευροπαθολογίας της διαταραχής αυτής.
Η σοβαρότητα και η πορεία της άνοιας μπορεί να επηρεαστεί από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Το άγχος και η κατάθλιψη μπορεί να επιτείνουν και να κλιμακώσουν τα συμτπώματα. Η γενική θεραπευτική προσέγγιση στα άτομα με άνοια είναι πρωτίστως η παροχή υποστηρικτικής φροντίδας, τόσο για τους ασθενείς όσο και για τις οικογένειες τους, και ακολούθως η φαρμακευτική αγωγή για συγκεκριμένα συμτπώματα.
Από φαρμακευτικής πλευράς, οι αναστολείς της χολινεστεράσης χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ελαφράς κα μέτριου βαθμού άνοιας. Η μεμαντίνη προστατεύει τους νευρώνες από υπερβολική ποσότητα γλοuταμικού, η οποία μπορεί να είναι νευροτοξική. Επίσης ο θεραπευτής μπορεί να χορηγήσει φαρμακευτική αγωγή για να αντιμετωπιστούν άλλα συμπτώματα που πιθανώς να συνυπάρχουν, όπως αϋπνία, κατάθλιψη, παραληρητικές ιδέες και ψευδαισθήσεις λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις τυχόν παρενέργειες αυτών των φαρμάκων. Η άσκηση βελτιώνει την νοητική κατάσταση σε υγιείς ενήλικες και υπάρχουν δεδομένα ότι μπορεί να είναι ωφέλιμη και στην άνοια, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια.
Οι ασθενείς συχνά ωφελούνται από την ψuχοεκπαίδευση, κατά την οποία ο κλινικός εξηγεί την φύση και τη πορεία της νόσου. Επίσης ωφελούνται από την υποστήριξη, στο πένθος που βιώνουν για την απώλεια της λειτουργικότητας τους, στην αποδοχή της αναπηρίας και στα θέματα που αφορούν την αυτοεκτίμηση τους.
Θα πρέπει να ενισχύονται οι τομείς της λειτουργικότητας που δεν έχουν επηρεαστεί και να βοηθούνται να βρίσκουν τρόπους να αντιμετωπίζουν τους τομείς που έχουν επηρεαστεί π.χ. με το να κρατούν σημειώσεις για τα προβλήματα μνήμης, με το να καταγράφουν και να προγραμματίζουν τις δραστηριότητες τους κ.τ.λ.
Παράλληλα οι παρεμβάσεις στα μέλη της οικογένειας ασθενών με άνοια είναι πολύ βοηθητικές. Τα άτομα που φροντίζουν τον ασθενή παλεύουν με συναισθήματα ενοχών, πένθους, θυμού και εξάντλησης καθώς παρακολουθούν ένα μέλος της οικογένειας, σταδιακά να αποδιοργανώνεται.
Οι θεραπευτές μπορούν να βοηθήσουν τους συγγενείς να κατανοήσουν το σύνθετο μείγμα των συναισθημάτων που βιώνουν και να τους προσφέρουν υποστήριξη και την αποδοχή να εκφράσουν αυτά τα συναισθήματα. Οι θεραπευτές επίσης πρέπει να γνωρίζουν την τάση των φροντιστών να ρίχνουν το φταίξιμο στους εαυτούς τους ή σε άλλους για την αρρώστια και πρέπει να εκτιμούν τον ρόλο που ο ασθενής με άνοια διαδραματίζει στην ζωή των μελών της οικογένειας.
Η άνοια έχει φυσικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, όχι μόνο για τα άτομα που ζουν με αυτήν αλλά επίσης και για τους φροντιστές τους, τις οικογένειες και την κοινωνία γενικότερα.
Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Υγείας οφείλει να συμβάλει στην πρόληψη και αντιμετώπιση της πάθησης αυτής, όχι μόνο για την βελτίωση της ποιότητας ζωής του πληθυσμού που ζει με την άνοια και των οικογενειών τους, αλλά και για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των συνεπειών που αυτή έχει στο άτομο, στην κοινωνία και στο κράτος.