Τα κρυπτοστοιχεία (cryptoassets), που συμπεριλαμβάνουν και τα ευρέως γνωστά κρυπτονομίσματα, είναι ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για σκοπούς ηλεκτρονικής πληρωμής είτε ως μέσο για σκοπούς επένδυσης. Εξαρτώνται κυρίως από τεχνολογία κρυπτογράφησης, η οποία επιτρέπει την ασφαλή καταγραφή των συναλλαγών μέσω ενός δικτύου υπολογιστών (εξού και το συνθετικό «κρύπτο»). Σε αντίθεση με το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, δεν εκδίδονται από κάποια κεντρική τράπεζα ή δημόσια αρχή.
Τα πρώτα κρυπτονομίσματα ήταν τα bitcoins, τα οποία κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 2008 παρέχοντας μια εναλλακτική μέθοδο πληρωμής και συναλλαγών. Μέχρι το 2021 κυκλοφορούσαν στην αγορά περίπου 5.600 διαφορετικά κρυπτονομίσματα των οποίων η συνολική αγοραία αξία στα τέλη του 2021 ανερχόταν στα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η ανωνυμία και η δυνατότητα πραγματοποίησης απλών και εύκολων συναλλαγών χωρίς μεσάζοντες, είναι ορισμένοι από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα κρυπτονομίσματα κέρδισαν όλο και περισσότερο έδαφος.
Παρά το γεγονός ότι η χρήση τους έχει αποδειχθεί πολύ υποσχόμενη, παράλληλα ενέχει διάφορους κινδύνους, μερικοί από τους οποίους αναφέρονται πιο κάτω:
- Οι ιδιοκτήτες κρυπτονομισμάτων δεν καλύπτονται από Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς προστασίας του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κίνδυνος απώλειας χρημάτων. Η ευρεία και άναρχη χρήση τους μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική αστάθεια, χειραγώγηση της αγοράς και οικονομικό έγκλημα. Δεδομένης της ανωνυμίας των περισσότερων συναλλαγών, τα κρυπτονομίσματα ενδέχεται να χρησιμοποιούνται και για εγκληματικές δραστηριότητες.
- Πολλά κρυπτονομίσματα χαρακτηρίζονται από απότομες και ακραίες μεταβολές τιμών και έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, διότι η τιμή τους συχνά βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην καταναλωτική ζήτηση. Σημειώνεται επίσης, ότι ο τρόπος με τον οποίο καθορίζονται οι τιμές τους και η εκτέλεση συναλλαγών σε χρηματιστήρια συχνά δεν είναι διαφανής. Η κατοχή ορισμένων κρυπτονομισμάτων είναι επίσης συγκεντρωμένη σε ιδιαίτερα χαμηλό αριθμό προσώπων, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις τιμές τους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να συμβάλει στην ανάπτυξη και τη χρήση των κρυπτοστοιχείων εντός της Κοινότητας, διασφαλίζοντας παράλληλα τον μετριασμό των κινδύνων και την προστασία των χρηστών τους, μέσω της θέσπισης ενός Νομοθετικού Πλαισίου, με τίτλο «Πρόταση Κανονισμού για τη ρύθμιση των αγορών των κρυπτοστοιχείων». Ο προτεινόμενος Κανονισμός με την ονομασία MiCA (EU Regulation Proposal of Markets in Crypto Assets), στοχεύει στην ενίσχυση της καινοτομίας και της ανάπτυξης μέσω νέων τεχνολογιών, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ενιαίας αγοράς, τη μείωση της φοροδιαφυγής και το κυριότερο, στη λήψη των κατάλληλων μέτρων προστασίας του καταναλωτικού και επενδυτικού κοινού από τους πιο πάνω κινδύνους.
Μεταξύ άλλων, ο Κανονισμός συμπεριλαμβάνει απαιτήσεις διαφάνειας, γνωστοποίησης και επίβλεψης των συναλλαγών που συνδέονται με κρυπτοστοιχεία. Ως παράδειγμα, αναφέρουμε απαίτηση για επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν κρυπτοστοιχεία να ενημερώνουν καλύτερα τους καταναλωτές σχετικά με τους κινδύνους, το κόστος και τις χρεώσεις των συναλλαγών τους.
Επιπρόσθετα, ο Κανονισμός απαιτεί από τις τοπικές εποπτικές αρχές να διαδραματίσουν πιο ενεργό ρόλο στην επίβλεψη και εξουσιοδότηση κρυπτοστοιχείων. Συγκεκριμένα, οι πάροχοι υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων (cryptoasset service providers), θα χρειάζονται άδεια λειτουργίας και θα υπόκεινται σε εποπτεία. Ταυτόχρονα, θα υπόκεινται στη νομοθεσία κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Anti-Money Laundering, AML), ένα ρίσκο που συνήθως συνδέεται με την ανωνυμία που παρέχουν οι κρυπτοαγορές.
Η πορεία εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Κανονισμού
Τον περασμένο Μάρτιο οι Ευρωβουλευτές αναθεώρησαν και τροποποίησαν την Πρόταση MiCA, αποφασίζοντας να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο ως προς την τελική μορφή των Κανόνων που εμπεριέχονται στην Πρόταση. Αφού ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ευρωβουλευτών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι τελικοί Κανόνες θα χρειαστεί να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η τελική έγκριση και δημοσίευσή τους στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται πριν από το τέλος του χρόνου. Στη συνέχεια, οι Κανόνες θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή εντός 18 μηνών. Κατά τη διάρκεια της χρονικής αυτής περιόδου η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και το European Securities and Markets Authority, αναμένεται να δημοσιεύσουν επιπρόσθετα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (Regulatory Technical Standards) τα οποία θα προσδιορίζουν συγκεκριμένες πρόνοιες των Κανόνων, με διαφορετικές ημερομηνίες εφαρμογής.
Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, συμπεραίνουμε ότι είναι εμφανής η δυσκολία του εγχειρήματος που καλείται να φέρει εις πέρας ο Κανονισμός MiCA. Αποτελεί, ωστόσο, μια εξαιρετικά σημαντική αρχή, έναν πρώτο θεμέλιο λίθο βάσει του οποίου καθίσταται εφικτή η ρυθμιστική προσέγγιση ενός εξαιρετικά καινοτόμου τεχνολογικού προϊόντος στην ενιαία αγορά.