Ως αποτέλεσμα της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, η παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέρουμε, έχει τελειώσει. Η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει να υπάρχει αλλά με διαφορετική μορφή και το νέο ενεργειακό τοπίο θα προσθέσει νέους κινδύνους αλλά και νέες ευκαιρίες.

Του Δρ. Ανδρέα Πουλλικκά, Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου

Οι αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν διαχωριστεί ως αποτέλεσμα του πολέμου αφού έχουν δημιουργηθεί τρία μεγάλα μπλοκ όπως (α) η Ρωσία-Κίνα-Ινδία, (β) η Δύση και (γ) η Μέση Ανατολή. Δεδομένου ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός έχει τεθεί σε κίνδυνο, καθώς αναδύονται παρεμβατικές πολιτικές, αναμένεται ότι στις αγορές ενέργειας θα συνεχιστούν οι αποκλίσεις και οι αναποτελεσματικότητες με αποτέλεσμα τις υψηλότερες τιμές. Για την επίλυση των προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας η αρχιτεκτονική του διεθνούς μοντέλου χαμηλού κόστους (low cost model) έχει αντικατασταθεί από το μοντέλο χαμηλού κόστους κοντά στον πελάτη (low cost close to the customer model).

Η Ρωσία και η Κίνα έχουν ενισχύσει τις σχέσεις τους, καθώς η Κίνα είναι πλέον σημαντικός αγοραστής χαμηλού κόστους ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Συνάμα με την μετατόπιση των ενεργειακών ροών ανά το παγκόσμιο η ενεργειακή βιομηχανία των ΗΠΑ έχει ενισχυθεί καθιστώντας την σήμερα τον μεγαλύτερο εξαγωγέα υγροποιημένου φυσικού αερίου. Αναμένεται ότι οι ενεργειακές τιμές θα παραμείνουν υψηλές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σήμερα οι τιμές του φυσικού αερίου για βιομηχανική χρήση στην ΕΕ είναι διπλάσιες από ότι στις ΗΠΑ και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αποβιομηχάνιση της ΕΕ αφού πολλές εταιρείες έχουν αρχίσει να μεταφέρουν τις εργασίες τους εκτός ΕΕ.

Μετά τον πόλεμο θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η αποκατάσταση των σχέσεων της ΕΕ με τη Ρωσία θα είναι πολύ δύσκολη, όμως τα οικονομικά δεδομένα είναι ξεκάθαρα έχοντας υπόψη ότι 100 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα Ρωσικού φυσικού αερίου θα είναι διαθέσιμα. Για αυτό θα είναι δύσκολο για το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο να ανταγωνιστεί το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω αγωγών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι Αμερικάνοι παραγωγοί υγροποιημένου φυσικού αερίου διστάζουν να επενδύσουν σε μελλοντικές εξαγωγικές εγκαταστάσεις αφού οι Ευρωπαίοι αγοραστές αρνούνται να υπογράψουν 20ετείς συμβάσεις που απαιτούνται για την εξασφάλιση χρηματοδότησης σε νέα έργα υγροποιημένου φυσικού αερίου των ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της προς την ενεργειακή μετάβαση, με τη χρήση καθαρών πηγών ενέργειας και στόχο την εγκατάσταση και λειτουργία περισσοτέρων από 700 GW ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030. Αύξηση η οποία αντιστοιχεί περίπου 75% από τα επίπεδα του 2022. Η ενεργειακή μετάβαση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην απόσυρση ενεργειακών τεχνολογιών με βάση τον άνθρακα και στην εξάρτηση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συστήματα αποθήκευσης, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κατανεμημένους ενεργειακούς πόρους και την απόκριση ζήτησης. Όμως πολλές από αυτές τις καθαρές τεχνολογίες εξαρτώνται από σημαντικά ορυκτά με τις περισσότερες αλυσίδες εφοδιασμού να ξεκινούν από την Κίνα. Αυτό έχει θορυβήσει τη Δύση και για αυτό οι ΗΠΑ και η ΕΕ σχεδιάζουν να αναπτύξουν ένα «κέντρο σημαντικών ορυκτών» (critical mineral hub) για τη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού έτσι ώστε να γίνει εφικτή η μετάβαση της Δύσης σε καθαρές πηγές ενέργειας. Στόχος είναι η δημιουργία νέων αλυσίδων εφοδιασμού για τεχνολογίες υδρογόνου, μικροτσίπ, φωτοβολταϊκών, μπαταριών, ηλεκτρικών αυτοκινήτων, κλπ.

Ωστόσο, το ενεργειακό τοπίο παραμένει πολύ ρευστό και είναι αφελές να υποθέσουμε ότι η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας θα είναι ομαλή και γρήγορη. Η προσπάθεια της ΕΕ να επιταχύνει τη βιώσιμη μετάβασή της είναι μια μεγάλη νίκη για την ενεργειακή ασφάλεια, αλλά συνοδεύεται από προβλήματα. Η μεταβατική φάση είναι πιο ασταθής και η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του ενεργειακού της συστήματος για αυτό επενδύει στην αποθήκευση ενέργειας, στο πράσινο υδρογόνο και σε πηγές χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών για να επιτύχει το στόχο μηδενικού ισοζυγίου ανθρακούχων εκπομπών έως το 2050. Ταυτόχρονα, η ΕΕ στηρίζει ενεργά την απαλλαγή τρίτων χωρών από τις ανθρακούχες εκπομπές, ιδίως των χωρών παραγωγών ορυκτών καυσίμων. Το σχέδιο RePowerEU της ΕΕ για τον τερματισμό της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο το συντομότερο δυνατό, πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια προσπάθεια της Ευρώπης να επιταχύνει τη στρατηγική της προς την ενεργειακή μετάβαση. Επιταχύνοντας τα έξυπνα ενεργειακά συστήματα και τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αυξάνοντας την εξοικονόμηση ενέργειας και επιταχύνοντας την ανάπτυξη της αγοράς υδρογόνου στην Ευρώπη.

Εν κατακλείδι, η Ευρώπη στα επόμενα χρόνια θα αυξήσει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών αποθήκευσης, καθώς και του υδρογόνου, την ενεργειακή απόδοση και την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αυξηθεί η δυναμικότητα των διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών. Αλλά όλοι οι πιο πάνω στόχοι πρέπει να επιτευχθούν με: (α) κοινωνικά δίκαιο, (β) οικονομικά αποδοτικό και (γ) ανταγωνιστικό τρόπο, διατηρώντας ταυτόχρονα την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ.

 

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter