Στις 24 Απριλίου του 2004, το 76% των Ελληνοκυπρίων τάχθηκε κατά της προτεινόμενης από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ λύσης για το Κυπριακό
O αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας αναφερόταν στο Κυπριακό ως ιστορία χαμένων ευκαιριών. Δεν μπορεί να πει κάποιος με βεβαιότητα αν χάθηκαν ευκαιρίες και πόσες ήταν, καθώς κάθε γεγονός έχει τουλάχιστον δύο αναγνώσεις, αν όχι και περισσότερες. Το σίγουρο είναι πως, το κυπριακό είναι μια ιστορία επετείων, σπανίως ευχάριστων. Επέτειοι, οι οποίες συνήθως διχάζουν για το αν χάθηκε μια ευκαιρία ή απετράπη μια (ακόμη) τραγωδία.
Σήμερα, 24 Απριλίου, συμπληρώνονται 21 χρόνια από το Δημοψήφισμα του 2004 για το Σχέδιο Ανάν για λύση του κυπριακού. Από τότε πολλοί από αυτούς που είχαν υποστηρίξει, είτε το «ναι» είτε το «όχι», έχουν αλλάξει γνώμη ή διακατέχονται από προβληματισμό αν έπραξαν σωστά ή λάθος. Οι περισσότεροι όμως, θεωρούν ότι ορθώς απερρίφθη το Σχέδιο Ανάν, καθώς η ένταξη στην ΕΕ και οι συγκυρίες, οδήγησαν σε προοπτική καλύτερης λύσης, στο Κραν Μοντανά το 2017. Ωστόσο και εκείνη η προσπάθεια ναυάγησε και κατέστη μία ακόμα επέτειος, για την οποία ακόμα υπάρχουν ερωτηματικά, ως προς τις ευθύνες του ναυαγίου. Αλλά πριν φτάσουμε στο σήμερα που απλώς «κάτι κινείται» στο κυπριακό, ας κάνουμε μια αναδρομή στα γεγονότα που κατέστησαν την 24η Απριλίου 2004, μια από τις κορυφαίες επετείους του κυπριακού, αφού για πρώτη φορά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι κλήθηκαν να τοποθετηθούν για ένα ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης με δημοψήφισμα.

«Όχι» οι Ελληνοκύπριοι, «evet» (ναι) οι Τουρκοκύπριοι
Οι Ελληνοκύπριοι σε ένα πολωμένο κλίμα στις 24 Απριλίου 2004 απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν με ποσοστό 76%. Ήταν ένα σχέδιο λύσης που έφερε την σφραγίδα του τότε ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ο οποίος είχε επιχειρήσει να δώσει τέλος σε μια από τις πλέον μακροχρόνιες διεθνείς διενέξεις. Έκτοτε προέκυψαν νέες και πιο επείγουσες διενέξεις που έστρεψαν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας σε άλλα προβλήματα.
Σήμερα και μετά από 8 χρόνια χωρίς διαπραγματεύσεις, οι προοπτικές λύσεις φαντάζουν πιο ζοφερές από ποτέ. Προοπτικές οι οποίες δημιουργούν ανησυχίες, τόσο λόγω της εγκατάλειψής του συμφωνημένου πλαισίου λύσης από την τουρκική πλευρά, όσο και από την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ, με τον Ντόναλντ Τραμπ να δημιουργεί ανατροπές με την πρόταση αναγνώρισης της κατεχόμενης Κριμαίας. Είναι προφανές ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, αλλάζει και την διεθνή αντιμετώπιση του κυπριακού, με τον κίνδυνο αναγνώρισης του ψευδοκράτους.
Σήμερα, τις τύχες του κυπριακού διαχειρίζονται ως ηγέτες των δύο κοινοτήτων, ο Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης και ο Ερσίν Τατάρ, που μιλούν διαφορετική γλώσσα και αυτό δεν αφορά την ελληνική και την τουρκική, αλλά την γλώσσα συνεννόησης για να ανοίξει ο δρόμος των διαπραγματεύσεων.
Σήμερα η τουρκική πλευρά, έχει θέσει εαυτόν εκτός πλαισίου, το οποίο καθορίζεται από τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και επιδιώκει λύση δύο κρατών. Άλλωστε τόσο η Τουρκία όσο και οι ηγεσίες των Τουρκοκυπρίων τα τελευταία 51 χρόνια, αξιοποιούν τον χρόνο για να δικαιώσουν τον Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος υποστήριζε πως το κυπριακό λύθηκε με την τουρκική εισβολή του 1974 και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983. Η τουρκική πλευρά θεωρεί πως το 65% των Τουρκοκυπρίων που είπε «ναι» στο Σχέδιο Ανάν το 2004, έδειξε προθυμία για λύση, την οποία απέτρεψε το συντριπτικό «όχι» των Ελληνοκυπρίων. Αυτό το τουρκικό αφήγημα βρίσκει ευήκοα ώτα στη διεθνή κοινότητα, όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι πρόκειται για στρεβλή εντύπωση.
Σήμερα, μπορεί κανείς να μην συζητάει για το Σχέδιο Ανάν, αφού τα γεγονότα και ο χρόνος έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στο κυπριακό, ωστόσο βασικές του πρόνοιες, παραμένουν ζωντανές και τις βρίσκουμε μπροστά μας, σε κάθε συζήτηση για το μέλλον της Κύπρου.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, μετά το δημοψήφισμα του 2004, κάθε άλλο παρά από στασιμότητα χαρακτηρίζονται καθώς, η κατάσταση επί τους εδάφους μεταβλήθηκε σημαντικά με κινήσεις παγίωσης της κατοχής, όπως το άνοιγμα της Αμμοχώστου και η οικοδομική ανάπτυξη επί ελληνοκυπριακών περιουσιών.
Λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα του 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ με το σύνολο των εδαφών της Κύπρου και αναστολή εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στις κατεχόμενες περιοχές. Παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία διήλθε μια περίοδο διεθνών πιέσεων και απομόνωσης η οποία θεωρήθηκε ως τιμωρία των μεγάλων δυνάμεων για την απόρριψη του σχεδίου.
Η παγίδα Ντενκτάς στην οποία έπεσε ο Τ. Παπαδόπουλος
Το σχέδιο Ανάν στην αρχική του μορφή παρουσιάστηκε από τον ΟΗΕ, στον τότε Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στις 11 Νοεμβρίου 2002.
Τον Δεκέμβριο του 2002 οι δύο πλευρές έκαναν εισηγήσεις επί του σχεδίου και μετά από διαπραγματεύσεις, με την μεσολάβηση του ΟΗΕ, υπήρξε κατάληξη στη δεύτερη εκδοχή του, στις 10 Δεκεμβρίου.
Οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν γίνει με απευθείας επαφές αλλά με συνεχή πήγαινε – έλα των εκπροσώπων του ΟΗΕ στις ελεύθερες και τις κατεχόμενες περιοχές.

Οι προσπάθειες εντάθηκαν στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στη Κοπεγχάγη, όπου θα αποφασιζόταν η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Σημαντικό και παρασκηνιακό ρόλο έπαιξε ο Βρετανός Σερ Ντέιβιντ Χάνει. Ο Ντενκτάς δεν μπόρεσε να πάει στη Κοπεγχάγη καθώς λίγες μέρες νωρίτερα είχε υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Ο λεγόμενος «υπουργός εξωτερικών» του ψευδοκράτους διαβουλεύτηκε με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αλέκο Μαρκίδη και η διαβούλευση οδηγήθηκε σε ναυάγιο, με τη Κύπρο να εντάσσεται στην ΕΕ, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η επίλυση του Κυπριακού. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε καταστήσει σαφές ότι σε περίπτωση μη ένταξης της Κύπρου, θα τίναζε στον αέρα τη διεύρυνση της ΕΕ η οποία ήταν η μεγαλύτερη από την ίδρυση της.
Το ναυάγιο των διαβουλεύσεων προκάλεσε αντιδράσεις στα κατεχόμενα, καθώς οι Τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονταν ότι θα βρίσκονταν εκτός ΕΕ, όπως και συνέβη.
Παράλληλα, η Κύπρος μπήκε σε προεκλογική περίοδο με τον Γλαύκο Κληρίδη να επιδιώκει επανεκλογή για Τρίτη θητεία, με δέσμευση να παραμείνει στη Προεδρία για 16 μήνες, ώστε να λυθεί το Κυπριακό. Τις εκλογές κέρδισε στις 16 Φεβρουαρίου 2003 ο Τάσσος Παπαδόπουλος, με τις ψήφους του ΔΗΚΟ και του ΑΚΕΛ. Στις 26 Φεβρουαρίου 2003, επισκέπτεται τη Κύπρο ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και παρουσιάζει στις δύο πλευρές το τρίτο σχέδιο του με κάποιες αλλαγές από το προηγούμενο. Αποφασίζεται κοινή συνάντηση στη Χάγη της Ελβετίας στις 10 Μαρτίου 2003. Στη συνάντηση ο Ραούφ Ντενκτάς απορρίπτει το τρίτο σχέδιο ενώ ο Τάσσος Παπαδόπουλος το αποδέχθηκε με κάποιες ενστάσεις σε θέματα ασφάλειας και σε κενά που είχαν διαπιστωθεί σε σχέση με την εφαρμογή της λύσης.
Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφεται στην Αθήνα η συνθήκη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.
Ο ΓΓ του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, θέλοντας να προλάβει την πλήρη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας την 1η Μαΐου του 2004, απαιτεί από τις δύο πλευρές να αποδεχθούν την κάλυψη των κενών με επιδιαιτησία από τον ΟΗΕ. Δηλαδή στα σημεία που δεν θα συμφωνούσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να αποφασίζει τις ρυθμίσεις ο ΟΗΕ. Ο Ντενκτάς που δεχόταν έντονη πίεση στο εσωτερικό του ψευδοκράτους με μια αιφνιδιαστική κίνηση, στις 23 Απριλίου του 2003, ανοίγει για πρώτη φορά μετά το 1974 τα οδοφράγματα και επιτρέπει την κυκλοφορία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μεταξύ ελευθέρων και κατεχομένων περιοχών.
Τον Δεκέμβριο του 2003 κερδίζει τις «βουλευτικές εκλογές» στα κατεχόμενα ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ ο Ντενκτάς παρέμεινε στη λεγόμενη «προεδρία». Ο Τάσσος Παπαδόπουλος με επιστολή στον ΓΓ του ΟΗΕ ζητάει επανάληψη των προσπαθειών για επίλυση του Κυπριακού με στόχο τη λύση πριν από τη 1η Μαΐου 2004, που η Κύπρος θα εντασσόταν στην ΕΕ. Η κίνηση αυτή του Τάσσου Παπαδόπουλου στόχευε στην επίρριψη ευθυνών στη τουρκική πλευρά, καθώς πίστευε πως θα υπήρχε άρνηση και πάλι από τον Ντενκτάς. Η εκτίμηση του Τάσσου Παπαδόπουλου αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς ο Ντενκτάς σε συνάντηση που έγινε με τον ΓΓ του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη αποδέχθηκε την επιδιαιτησία και την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων τον Απρίλιο του 2004. Το ίδιο αναγκάστηκε να αποδεχθεί και ο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Αμέσως μετά, γίνονται νέες διαβουλεύσεις των δύο πλευρών, χωρίς να καταλήξουν σε συμφωνία έως τις 23 Μαρτίου 2003. Την επόμενη ημέρα, ο ΓΓ του ΟΗΕ καλεί στη Λουκέρνη της Ελβετίας τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και τους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας για διαβουλεύσεις.
Στη Λουκέρνη, ο ΟΗΕ διά του εκπροσώπου του Άλβαρο Ντε Σότο ασκεί τον επιδιαιτητικό του ρόλο και καταλήγει στο τελικό σχέδιο Ανάν (Νο 4) το οποίο αποφασίζεται να τεθεί σε χωριστά δημοψηφίσματα, στις 24 Απριλίου 2004. Το σχέδιο δόθηκε στις 29 Μαρτίου και την επόμενη μέρα έγιναν προσπάθειες για κάποιες αλλαγές οι οποίες όμως δεν ικανοποίησαν ούτε τον Τάσσο Παπαδόπουλο ούτε τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Ένα διάγγελμα με κλάμα
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος τάχθηκε κατά της υπερψήφισης του σχεδίου και με δραματικό διάγγελμα του, στις 7 Απριλίου 2004, ζήτησε την απόρριψη του στο δημοψήφισμα.
Στο διάγγελμα εμφανίστηκε εμφανώς φορτισμένος συναισθηματικά, χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυα του όταν καλούσε τον λαό να πει «όχι» ευχόμενος, Καλή Ανάσταση. «Λυπούμαι ειλικρινά», ανέφερε «γιατί δεν μπορώ να αποδεχθώ και να υπογράψω το Σχέδιο Ανάν όπως, τελικά, διαμορφώθηκε. Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Το Σχέδιο απορρίφθηκε καθώς η πλάστιγγα έγειρε αποφασιστικά υπέρ του «όχι» λόγω της απόφασης του ΑΚΕΛ να πει «όχι» για να «τσιμεντώσει το ναι»!
Προσπάθειες σε τοίχο τουρκικής αδιαλλαξίας
Μετά την στασιμότητα αρκετών χρόνων, που ακολούθησε το δημοψήφισμα, και παρά τις προβλέψεις ότι ενδεχομένως δεν θα υπήρχε νέα ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού, οι προσδοκίες αναζωπυρώθηκαν την περίοδο της διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια και επί ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων από τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Οι συνομιλίες, αν και προχώρησαν σε σημαντικό βαθμό με τη καταγραφή συγκλίσεων σε αρκετά θέματα δεν κατέληξαν, καθώς ο Ταλάτ δεν μπόρεσε να κάνει τις υπερβάσεις που θα επέτρεπαν μια ολοκληρωμένη συμφωνία. Στη συνέχεια τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, διαδέχθηκε ο ακραίος Ντερβίς Έρογλου, ο οποίος επιχείρησε να ανατρέψει τις όποιες συγκλίσεις είχαν επιτευχθεί οδηγώντας τις διαπραγματεύσεις σε ένα ακόμη αδιέξοδο. Η εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη στη προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2013 και η ανάδειξη του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του ΟΗΕ και του διεθνούς παράγοντα, καθώς και οι δύο εξέφραζαν θέσεις που ευνοούσαν την προσπάθεια λύσης του Κυπριακού. Οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες ενισχύονταν και από τις τοποθετήσεις της Τουρκίας για την αναγκαιότητα λύσης. Στο τραπέζι των συνομιλιών καταγράφηκε πρόοδος, η οποία ωστόσο δεν ήταν αυτή που αρχικώς αναμενόταν. Μεσολάβησε η αποστολή του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Μπαρμπαρός» στη Κυπριακή ΑΟΖ που σήμανε την διακοπή των διαπραγματεύσεων με αφορμή τις γεωτρήσεις που έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία για εντοπισμό φυσικού αερίου. Οι συνομιλίες επανήρχισαν χωρίς όμως να έχουν την ίδια δυναμική, αν και όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές, συνέχισαν να εκφράζουν αισιοδοξία για πρόοδο.
Αναστασιάδης και Ακιντζί, είχαν σημειώσει πρόοδο σε ζητήματα όπως η διακυβέρνηση, η κατανομή εξουσιών και η οικονομία, ωστόσο παρέμεναν ανοικτά κρίσιμα θέματα, όπως το εδαφικό το περιουσιακό, οι εγγυήσεις και η ασφάλεια.
Η Τουρκία, παρά την επίδειξη πιο διαλλακτικής στάσης παρέμεινε αμετακίνητη στο θέμα της παραμονής τουρκικών στρατευμάτων και του δικαιώματος επέμβασης.
Το 2017, ο Γ.Γ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, διαβλέποντας κοινό έδαφος για κατάληξη σε συμφωνία συνολικής λύσης, συγκάλεσε τη Διάσκεψη στο Κραν Μοντανά, θέτοντας ενώπιον όλων των πλευρών ένα πλαίσιο συμφωνίας 6 σημείων (πλαίσιο Γκουτέρες). Η διάσκεψη ξεκίνησε στις 27 Ιουνίου και κατέληξε με ναυάγιο στις 7 Ιουλίου, παρά το γεγονός ότι όλοι παραδέχθηκαν ότι η προσπάθεια είχε φτάσει πολύ κοντά σε συμφωνία.
Με αμυδρές ελπίδες
Από το Κραν Μοντανά μέχρι σήμερα, η τουρκική πλευρά έχει πάρει αποστάσεις από την επιδίωξη λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, απαιτώντας κυριαρχική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και λύση δύο κρατών. Αυτή η στάση, δεν επέτρεψε την συνέχιση των συνομιλιών, με τον Ερσίν Τατάρ που διαδέχθηκε τον Μουσταφά Ακιντζί να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του καθεστώτος Ερντογάν. Μετά την εκλογή Νίκου Χριστοδουλίδη, έγιναν προσπάθειες για επανέναρξη των συνομιλιών, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχει επιτευχθεί ο στόχος, λόγω της άρνησης της τουρκικής πλευράς να συνομιλήσει στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου, για λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Ωστόσο οι επίμονες προσπάθειες, οδήγησαν στον διορισμό της Μαρίας Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ ως απεσταλμένης του ΓΓ του ΟΗΕ για να διερευνήσει την πιθανότητα ύπαρξης κοινού εδάφους.
Παρά το ότι η αποστολή της κας Ολγκίν δεν κατέληξε σε αποτέλεσμα ο ΓΓ του ΟΗΕ, επέμεινε συγκαλώντας τον περασμένο μήνα στη Γενεύη, άτυπη πενταμερή διάσκεψη στην οποία αποφασίστηκε, νέα πενταμερής τον Ιούλιο. Μέχρι τότε θα πρέπει να εφαρμοστεί μια σειρά από Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ενώ τις επόμενες ημέρες αναμένεται να διοριστεί νέος απεσταλμένος του Αντόνιο Γκουτέρες. Πηγή: protothema