Η περιβόητη λίστα Έπσταϊν και το σκάνδαλο παιδοφιλίας συνεχίζει να ταλανίζει τις ΗΠΑ με τους φόβους για συγκάλυψη από το βαθύ κράτος των ΗΠΑ να είναι υπαρκτοί. Λίγοι είναι όμως αυτοί που γνωρίζουν ότι στο τέλος της δεκαετίας του ’30, στην Βρετανοκρατούμενη Κύπρο ξέσπασε ένα παρόμοιο σκάνδαλο παιδεραστίας το οποίο έμεινε ατιμώρητο καθώς σε αυτό εμπλέκονταν υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι, δικαστές, δάσκαλοι καθώς και ένας σκοτεινός «ιερέας».
Το «Σκάνδαλο Αλυσίδα» ή «Σκάνδαλο Στρογγυλής Τραπέζης» όπως ονομάστηκε, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην κοινωνία της εποχής, καθώς άγγιζε ευαίσθητα θέματα ηθικής και σεξουαλικότητας. Ο Τύπος, που τελούσε υπό καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας, έφερε το θέμα στην επιφάνεια ζητώντας τιμωρία όλων των ενόχων.. κάτι που ωστόσο άφησε αδιάφορη της Αποικιακή Κυβέρνηση που το συγκάλυψε.
Το τεράστιο σκάνδαλο τεκμηρίωσε με στοιχεία, επίσημες αστυνομικές αναφορές της εποχής και δικαστικά έγγραφα ο Παναγιώτης Μαχλουζαρίδης στο βιβλίο του «Νόμιμα Ανομήματα» (1990). Ο Μαχλουζαρίδης απέκτησε πρόσβαση στα έγγραφα καθώς υπηρέτησε στο αρχηγείο Αστυνομίας, ως διοικητής της Αστυνομικής Σχολής, ως αστυνομικός διευθυντής Λεμεσού και σε άλλες θέσεις, φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του βοηθού αρχηγού Αστυνομίας Κύπρο, οπόταν και αφυπηρέτησε τον Οκτώβριο του 1977.
Πιο κάτω θα παραθέσουμε τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης που βασίζονται στο βιβλίο του Μαχλουζαρίδη αλλά και από έρευνα του SigmaLive σε αρχειακό υλικό εφημερίδων της εποχής και άλλες ανοικτές πηγές.
Η πρώτη καταγγελία
Ήταν καλοκαίρι του 1939, όταν στην οδό Σαμάν Μπαχτζέ 30 στη Λευκωσία, η «λέσχη των οργίων», όπως ονομάστηκε αργότερα μπήκε στο στόχαστρο εξαιτίας ύποπτων κινήσεων.
Αρχικά μια ομάδα δώδεκα Τουρκοκυπρίων, ανάμεσά τους και δύο αστυνομικοί, υπέβαλε συλλογική καταγγελία στο ΕΒΚΑΦ εναντίον της οικογένειας Σαλήχ, κατηγορώντας τους για ανήθικες πράξεις, ύποπτες συναναστροφές και «παρά φύση εγκλήματα». Η «λέσχη» του σπιτιού κατηγορήθηκε πως φιλοξενούσε βραδιές με μαθητές, ποτά και ανήθικες συμπεριφορές.
Οι Άγγλοι αξιωματικοί με πίεση της κυπριακής αστυνομίας αναγκάστηκαν να πάρουν πολυάριθμες καταθέσεις (16 και πλέον), ερεύνησαν το σπίτι και συνέλεξαν στοιχεία. Οι ισχυρισμοί πήραν διαστάσεις, με αποτέλεσμα να τεθεί ζήτημα απέλασης των εμπλεκομένων από την Κύπρο.
Μαρτυρίες και καταθέσεις ανέφεραν ότι στο σπίτι υπήρχαν φωτογραφίες με γυμνά νεανικά ανδρικά σώματα, γεγονός που χρησιμοποιήθηκε για να στηριχτούν οι κατηγορίες. Σύμφωνα με απόρρητες αναφορές και χειρόγραφες σημειώσεις ανώτερων αστυνομικών, τα πρώτα ονόματα των εμπλεκομένων ήταν ήταν εκείνα των Μάτοκς, Τζέννερ, Ρέινς και Μόρτον. Ορισμένοι εξ αυτών ήταν δάσκαλοι σε Αγγλικές και Κυπριακές σχολές.
Η αποικιακή κυβέρνηση, προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω διασυρμό, κινήθηκε γρήγορα. Έτσι, τρεις από τους εμπλεκόμενους, οι Ρέινς, Μάτοκς και Τζέννερ, κηρύχθηκαν «απαγορευμένοι μετανάστες» και απελάθηκαν βάσει του Νόμου περί Μετανάστευσης του 1936. Ο τέταρτος, Μόρτον, αν και αναφερόταν στο ίδιο δίκτυο, κατόρθωσε προσωρινά να παραμείνει στη θέση του.
Η αντίδραση του Τύπου
Η υπόθεση δεν έμεινε κρυφή. Από τις 22 Ιουλίου 1939, ο κυπριακός Τύπος βοούσε από δημοσιεύματα που μιλούσαν για «το σκάνδαλο». Εφημερίδες όπως ο «Κυπριακός Τύπος», ο «Νέος Κυπριακός Φύλαξ», η «Ελευθερία», η «Εσπερινή», η «Ανεξάρτητος» και η «Πάφος» δημοσίευαν εκτενή άρθρα, σχόλια και γελοιογραφίες.
Ο Τύπος όχι μόνο κατέγραψε τις φήμες αλλά άσκησε πίεση ώστε να διερευνηθούν καταγγελίες και να προστατευτεί, όπως έλεγαν τα άρθρα, η «Κυπριακή νεολαία». Οι τίτλοι μιλούσαν ξεκάθαρα για «Σκάνδαλο», ενώ σε ορισμένα φύλλα, όπως στην «Πάφο» της 27ης Ιουλίου 1939, γίνονταν ονομαστικές αναφορές σε Άγγλους καθηγητές και δασκάλους που υπηρετούσαν σε σχολεία του νησιού.
Εφημερίδα «Ανεξάρτητος» (22 Ιουλίου 1939)
Εφημερίδα Ελευθερία 22 Ιουλίου 1939
Κυπριακός ΦΥΛΑΞ
Οι μάρτυρες και οι καταθέσεις
Στην υπόθεση εμφανίζονται δεκαέξι μάρτυρες: οκτώ Τούρκοι, δύο Τουρκοκύπριες και έξι Έλληνες. Ανάμεσά τους βρίσκονται εργάτες, οδηγοί ταξί και οικιακοί υπηρέτες, οι οποίοι έδωσαν καταθέσεις με διαφορετικό βαθμό λεπτομέρειας. Κάποιοι περιέγραψαν με σαφήνεια τις εμπειρίες τους, άλλοι περιορίστηκαν σε φήμες, ωστόσο όλοι συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εικόνας για το τι συνέβαινε πίσω από κλειστές πόρτες.
Ο Σιεφκί, που έμενε στην οδό Σαμάη Μπαχτζέ, μίλησε για το πώς γνώρισε τον Άγγλο Ράινς, γνωστό ως «Επίσκοπο», και ανέφερε φωτογραφίες γυμνών νέων, προτάσεις ανήθικου χαρακτήρα και ύποπτες συναντήσεις.
Ο Ντερβίς, μόλις είκοσι ετών, περιέγραψε πιο ανοιχτά τη συμμετοχή του σε ομαδικές συνευρέσεις, σημειώνοντας ότι δεχόταν χρήματα, ποτά και τσιγάρα. Ο Οσμάν, παντρεμένος στα δεκαεννιά του, παραδέχτηκε ότι παρασύρθηκε με την υπόσχεση οικονομικής ανταμοιβής για να βρεθεί στο σπίτι του Επισκόπου. Ο Σαλήχ Μουσταφά έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση του με τον Τζέννερ, έναν από τους Άγγλους του κύκλου, ενώ ο Κεμάλ Σαλήχ μίλησε μόνο για φήμες. Ο Εσάτ, υπηρέτης, τόνισε πως δεν παρατήρησε τίποτα, αλλά γνώριζε καλά τα ονόματα που εμπλέκονταν.
Από την ελληνική πλευρά, ξεχωρίζει ο Χαραλαμπίδης, υπηρέτης στο σπίτι του Ράινς, ο οποίος περιέγραψε με λεπτομέρειες τις επισκέψεις ανήλικων μαθητών, τις φωτογραφίσεις γυμνών αγοριών και τις προσωπικές παρατηρήσεις του για τις πρακτικές του αφεντικού του. Δύο νεαροί οδηγοί ταξί, ο Αντωνίου και ο Κυριάκου, κατέθεσαν ότι μετέφεραν πολλές φορές τους Άγγλους και τους συνεργούς τους, λαμβάνοντας όχι μόνο χρήματα αλλά και περίεργα αντικείμενα. Ο Αντωνίου μίλησε ανοιχτά για σεξουαλικές προτάσεις που δέχτηκε από τον Μόρτον και για τα χρήματα που του προσφέρθηκαν.
Ο Κυριάκου, σε κατάθεση το καλοκαίρι του 1939, περιέγραψε περιστατικά όπου μετέφερε τον Μόρτον μαζί με γυναίκες και κατέληξε να γίνεται μάρτυρας σε καταστάσεις που άφηναν λίγα περιθώρια παρερμηνείας.
O εγκέφαλος «Επίσκοπος»
Σύντομα κατέστη σαφές ότι ο εγκέφαλος αυτού του κύκλου ήταν κάποιος γνωστός τοπικά ως «Επίσκοπος Αμβρόσιος». Παρουσιαζόταν ως Ρώσος Ορθόδοξος Επίσκοπος Αμμάν – κληρικός – και χρησιμοποιούσε αυτή την εκκλησιαστική ιδιότητα για να προσδίδει κύρος στις συναθροίσεις. Στην πραγματικότητα, ο «Επίσκοπος Αμβρόσιος» ήταν απατεώνας. Η αστυνομική έρευνα (που περιλάμβανε παρακολούθησή του σε καμπαρέ και ανάκρισή του) αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα: Maitland Ambrose Raynes, Βρετανός υπήκοος, γεννημένος από Ρωσίδα μητέρα, χωρίς καμία νόμιμη ιερατική ιδιότητα. Ο Raynes είχε φθάσει στην Κύπρο λίγα χρόνια πριν και μπλέχτηκε σε θρησκευτικούς και κοινωνικούς κύκλους, σε σημείο που η αποικιακή διοίκηση ήδη τον θεωρούσε ύποπτο σε μια εκκλησιαστική διαμάχη. Οι αποικιακές αρχές προτίμησαν να τον εξορίσουν από την Κύπρο αντί να τον δικάσουν, ώστε να αποφύγουν την έκθεση. Μέχρι τα τέλη του 1939, ο Ρέινς είχε αποχωρήσει αθόρυβα από το νησί.
Ο Δάσκαλος
Εμπλεκόμενος στην υπόθεση ήταν και ο νεαρός καθηγητής του English School Άλαν Μόρτον που ήταν αρραβωνιασμένος με τη θετή κόρη του Κυβερνήτη της Κύπρου Σερ Ρόναλντ Στόρς. Το καλοκαίρι του 1939, ο Μόρτον φαίρεται να εμπλέκεται ως συμμετέχων ή διαμεσολαβητής στις ομαδικές συνευρέσεις της «Αλυσίδας» και απελάθηκε άμεσα. Ο Τύπος της εποχής δεν δημοσίευσε το όνομά του, αναφερόμενος απλώς σε «καθηγητή του English School» που έπρεπε να εγκαταλείψει την Κύπρο. Όπως αναφέρθηκε, ο γάμος ανεβλήθη επ’ αόριστον, και ο Στορς εκτέθηκε. Η τύχη του Μόρτον μετά την απέλαση δεν τεκμηριώνεται καλά σε κυπριακές πηγές και πιθανότατα να επέστρεψε στην Αγγλία.
Στο προσκήνιο βρέθηκε επίσης ο Χάρρυ Μούρχαουζ, Άγγλος καλλιτέχνης-ζωγράφος που οδηγήθηκε στην Αμμόχωστο και ανακρίθηκε από την αστυνομία . Οι σημειώσεις του, μέρος των οποίων διασώθηκαν, δείχνουν ότι επρόκειτο να αναχωρήσει από την Κύπρο τον Ιούλιο του 1939, ενώπιον αυξανόμενων κατηγοριών. Οι εφημερίδες της εποχής τον συνέδεαν με τον κύκλο των Άγγλων που είχαν στενές σχέσεις με ανήλικους Κυπρίους.
Το άρθρο του Τεύκρου Ανθία
Για το σκάνδαλο έγραψε άρθρο και ο Τεύκρος Ανθίας στις 27 Ιουλίου 1939 με τίτλο «Ηθική Πυόρροια» – Γιατί εξεγέρθηκε η Κυπριακή Κοινή Γνώμη» όπου αναφέρεται στην αγανάκτηση που επικράτησε στην Κύπρο απέναντι στην κοινωνική και ηθική παρακμή που καλλιέργησε η αποικιοκρατική διοίκηση. Ο Ανθίας επισημαίνει ότι η κοινή γνώμη εξεγείρεται όταν αισθάνεται πως παραβιάζονται βασικές ηθικές αξίες και όταν η αδικία, η διαφθορά και η αλαζονεία της εξουσίας διαβρώνουν τον κοινωνικό ιστό. Η κυπριακή κοινωνία, όπως τονίζει, δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορη μπροστά σε φαινόμενα σήψης που προσβάλλουν τη συλλογική της συνείδηση, γι’ αυτό και διεκδικεί ηθική και κοινωνική κάθαρση.
Ο Δικαστής Γουίλκινσον
Η δεύτερη φάση του σκανδάλου «Αλυσίδας» είχε πρωταγωνιστή τον Σπένσερ Γουίλκινσον, πρόεδρο του Δικαστηρίου Λεμεσού–Πάφου. Ο Βρετανός δικαστής βρέθηκε στο στόχαστρο κατηγοριών για σεξουαλική συνεύρεση με ανήλικο αγόρι στην Πάφο, γεγονός που συγκλόνισε την κυπριακή κοινωνία. Σύμφωνα με τις καταθέσεις, το αγόρι ισχυρίστηκε ότι ο Γουίλκινσον «έπαιξε με τα γεννητικά του όργανα».
Συγκεκριμένα καταθέσεις παρουσίαζαν τον Γουίλκινσον ως ύποπτο για σεξουαλική προσέγγιση 17χρονου, αλλά η αξιοπιστία των μαρτύρων αμφισβητήθηκε έντονα, καθώς ορισμένοι θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι ή είχαν προσωπικά κίνητρα. Ο δικηγόρος Χριστόδουλος Γαλατόπουλος και άλλοι επιβεβαίωναν ότι «φημολογίες» κυκλοφορούσαν ευρέως στη Λευκωσία για Βρετανούς με τέτοιες τάσεις, όμως οι αρχές παρέμεναν επιφυλακτικές ως προς τη λήψη δραστικών μέτρων.
Επιπλέον ο επιθεωρητής με όνομα Μουσταφά και ο ανακριτής Μπελ υπέβαλαν εκθέσεις στις οποίες επισημαίνεται ότι, παρά τις μαρτυρίες περί ανάρμοστης συμπεριφοράς με ανήλικο, οι αποδείξεις ήταν αμφίβολες και δεν μπορούσαν να σταθούν νομικά και έτσι η έρευνα θάφτηκε με συνοπτικές διαδικασίες κυρίως για πολιτικούς υπολογισμούς. Ο Μπελ τόνιζε ότι τέτοιες υποθέσεις, αν δεν αντιμετωπίζονταν σωστά, θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή για επικρίσεις περί «ανικανότητας των Άγγλων» και να ενισχύσουν το αίτημα για αυτοδιάθεση των Κυπρίων. Συνεπώς η βρετανική διοίκηση έδειχνε να ανησυχούσε λιγότερο για την απόδοση δικαιοσύνης και περισσότερο για τις πολιτικές συνέπειες και την εικόνα της εξουσίας.
Παράλληλα ο Κυπριακός Τύπος πίεζε για διερεύνηση του θέματος με εφημερίδες να ζητούν μέχρι και την ίδρυση «Αστυνομίας Ηθών»
Ο παιδόφιλος-αρχαιοκάπηλος Γκάννις
Στο τρίτο κεφάλαιο του σκανδάλου, στο προσκήνιο βρέθηκε ο Ρόμπερτ Γκάννις, διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Η αρχική του θέση ως υπασπιστής (Aide-de-Camp) του Κυβερνήτη σερ Ρόναλντ Στορς τον καθιέρωσε ως επιφανές μέλος της μικρής βρετανικής αποικιακής κοινότητας, δίνοντάς του μια εξουσία που συνέχισε να ασκεί ως Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων και άτυπος σύμβουλος του αυταρχικού Κυβερνήτη Ρίτσμοντ Πάλμερ (1933–1939). Ούτε ο Στορς αλλά ούτε ο Πάλμερ παρενέβησαν για να περιορίσουν τις ύποπτες δραστηριότητές του που παραβίαζαν τους τοπικούς νόμους περί εξαγωγής αρχαιοτήτων και περί ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς.
Ουσιαστικά ο Γκάννις, κατηγορήθηκε για κατάχρηση εξουσίας, αποπλάνηση νεαρών υπαλλήλων, αλλά και για λεηλασία αρχαιοτήτων. Μαρτυρίες έκαναν λόγο για «ιδιωτικές συλλογές» που διοχέτευε στο εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε στενές σχέσεις με πολιτικούς παράγοντες που τον προστάτευαν.
Παρά τις πολυάριθμες μαρτυρίες, μερικές από τις οποίες περιλάμβαναν ευθείες αναφορές για αποπλάνηση νεαρών, οι βρετανικές αρχές ούτε και σε αυτή την περίπτωση προχώρησαν σε πλήρη δίωξη καθώς οι καταθέσεις συχνά κρίθηκαν και πάλιν «αναξιόπιστες».
Τον Αύγουστο του 1939, εν μέσω αυξανόμενης πίεσης και σκανδαλολογίας στον Τύπο, αποφασίστηκε η απομάκρυνση του Γκάνινς από το νησί. Η «σιωπηρή έξοδός» του θεωρήθηκε η ασφαλέστερη λύση για να κλείσει το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της «Αλυσίδας», χωρίς οι αποικιακές αρχές να εκτεθούν σε νέες αποκαλύψεις.
Αανφορές για την δράση του Γκάννις, υπάρχουν και στο ακαδημαϊκό άρθρο «Power and Impunity in 1930s Colonial Cyprus: Rupert Gunnis, the ‘Uncrowned King’, and his Sudden Downfall»
Το ποιήμα του Ζαχαρία Σωτηρίου
Στην αγανάκτηση συνέβαλαν και σατιρικοί ποιητές. Ιδιαίτερη μνεία έχει ο Ζαχαρίας Σωτηρίου, που δημοσίευσε δηκτικό σατιρικό ποίημα με τίτλο «Αλυσίδα », στο οποίο έγραφε: «Κλείστε το καταγώγιο, το ανοσιούργημα! Να παύσει να ασχημονεί, αλλιώς στο Υπουργείο θα φθάσει η κραυγή όλων – Χριστιανών και Τούρκων – κατά των μιαρών που έσυραν τα παιδιά μας στη λάσπη… με πράξεις σκυλιών και γαϊδάρων.». Ο Σωτηρίου όμως πλήρωσε τίμημα: οι αποικιακές αρχές τον δίωξαν για «άσεμνα» δημοσιεύματα. Συνελήφθη και τα φυλλάδιά του κατασχέθηκαν
Εφημερίδα Εσπερινή 1 Αυγούστου 1939
Εφημερίδα Ανεξάρτητος 14 Αυγούστου 1939
Έτσι θάφτηκε η υπόθεση
Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί πως σε εμπιστευτική αλληλογραφία διακρίνονται νύξεις για την υπόθεση όπως το υπόμνημα του Πάλμερ που δημοσιεύθηκε δεκαετίες αργότερα) καταφέρεται κατά του Γκάννις και αναφέρεται στη «λεγόμενη ‘Αλυσίδα’». Έξι μήνες αργότερα, τον Απρίλιο 1940, ο νέος Αρχηγός Αστυνομίας (Ashmore) ισχυρίστηκε προς τον Γενικό Εισαγγελέα ότι μεγάλο μέρος των καταθέσεων στην υπόθεση Γκάννις «δεν είχε ανεξάρτητη επαλήθευση» και ότι μερικοί μάρτυρες ήταν ελαττωματικοί καθώς, όπως είπε, είχαν λάβει χρήματα ή εμπλέκονταν σε παρόμοιες υποθέσεις. Αυτό έδωσε πρόσχημα να μπει στο συρτάρι ό,τι είχε απομείνει νομικά.
Πάντως ο Αποικιακός Γραμματέας W.D. Battershill, ασκών καθήκοντα Κυβερνήτη μεταξύ της αποχώρησης Παλμερ και της άφιξης του νέου Κυβερνήτη τον Αύγουστο είχε στα χέρια του πλήθος καταθέσεων. Ωστόσο, όλα δείχνουν πως καθώς οι αναφορές ανέβαιναν στην ιεραρχία, το Υπουργείο Αποικιών του Λονδίνου και οι τοπικές αρχές δίσταζαν να προχωρήσουν σε δίκη. Μια εμπιστευτική επιστολή του Battershill στα τέλη Αυγούστου 1939 φαίνεται να περιέγραφε τα γεγονότα και πρότεινε εσωτερική διαχείριση. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο 1939 έκανε ακόμη πιο ανεπιθύμητη την αρνητική δημοσιότητα καθώς η Βρετανία χρειαζόταν τη στήριξη των Κυπρίων. για να πολεμίση τις δυνάμεις του Άξονα. Του Μάριου Πούλλαδου, πηγή: sigmalive