Ο ρόλος της Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής στην ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών
Για πολλά χρόνια, η χρηµατοοικονοµική επιστήµη βασίστηκε στην υπόθεση ότι οι επενδυτές είναι ορθολογικοί (rational investors) και ότι λαμβάνουν αποφάσεις βάσει των ορθολογιστικά διαμορφωμένων προσδοκιών τους για τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας. Ωστόσο, στην πράξη φαίνεται ότι οι επενδυτές, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, συνηθίζουν να λαμβάνουν αποφάσεις και να ενεργούν ενάντια στο συμφέρον τους, καθοδηγούμενοι από την ψυχολογία τους και το συναίσθημα που υπερισχύει τη δεδομένη στιγμή.
Ο ρόλος της ψυχολογίας
Οι ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης επενδυτικών αποφάσεων βάσει των πεποιθήσεων περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υπερβολική αυτοπεποίθηση, την αποφυγή της αβεβαιότητας, τον συντηρητισμό, την προσκόλληση-αγκίστρωση, την αγελαία συμπεριφορά, την υπερβολική αισιοδοξία-θετική σκέψη, την προσκόλληση στις πεποιθήσεις, καθώς και την αποστροφή κινδύνου. Το φαινόμενο έκανε ευρέως γνωστό με τη φράση «παράλογη ευφορία» (irrational exuberance) ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Allan Greenspan, σε ομιλία του το 1996.
Για παράδειγμα, συχνά οι επενδυτές, αποδίδουν υπερβολική εμπιστοσύνη στις αποφάσεις τους (υπερβολική αυτοπεποίθηση) και υπερεκτιμούν τις δυνατότητες και τις προβλέψεις τους, δημιουργώντας στον εαυτό τους την «ψευδαίσθηση του ελέγχου». Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε αδιαφορία σχετικά με νέες πληροφορίες οι οποίες ανατρέπουν τα δεδομένα, καθώς επίσης και σε υψηλότερη ανάληψη κινδύνου από αυτόν που θα μπορούσαν να ανεχτούν.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αποφυγή της αβεβαιότητας, οπότε οι επενδυτές εμφανίζουν υψηλότερη αποστροφή στην αβεβαιότητα παρά στον κίνδυνο. Στην πράξη παρατηρείται ότι όταν έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο επιλογές ίσης αναμενόμενης απόδοσης επιλέγουν αυτή που γνωρίζουν καλύτερα, έστω κι αν η επιλογή αυτή ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο.
Περαιτέρω, παρατηρήθηκε ότι όταν οι επενδυτές βιώνουν θετικά συναισθήματα σχετικά με μια επένδυση, η θετική τους διάθεση οδηγεί και στην υπερβολική αισιοδοξία. Δημιουργείται δηλαδή η πεποίθηση ότι η επιλογή τους αποκλείεται να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα, παρόλο που αυτό δεν αποτελεί συμπέρασμα της έγκαιρης ενημέρωσης. Ως αποτέλεσμα, οι επενδυτές θεωρούν πως τα οφέλη της δεδομένης επένδυσης υπερτερούν του ρίσκου που θα αναλάβουν με αυτή.
Οι προαναφερόμενοι και άλλοι ψυχολογικοί παράγοντες δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθούν από επιτήδειους προς ίδιον όφελος και εις βάρος των επενδυτών, κάτι που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, τόσο κατά τη ρύθμιση όσο και κατά την εποπτεία των σύγχρονων κεφαλαιαγορών.
Συμπεριφορική Χρηματοοικονομική
Αυτές οι διαπιστώσεις των ερευνητών αποτέλεσαν το έναυσμα για τη δημιουργία της επιστήμης της Συµπεριφορικής Χρηµατοοικονοµικής (behavioural finance/economics), η οποία αποτελεί συνδυασμό διαφόρων επιστημονικών κλάδων όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία και τα χρηματοοικονομικά.
Στόχος της είναι να διερευνήσει τα αίτια που οδηγούν στη λήψη επενδυτικών αποφάσεων και να προτείνει εναλλακτικές ερμηνείες, ώστε να γίνουν κατανοητές οι συμπεριφορές που παρατηρούνται στις κεφαλαιαγορές, αλλά δεν μπορούν να εξηγηθούν με βάση τις παραδοσιακές θεωρίες της αποτελεσματικής αγοράς (efficient market hypothesis).
Η συμπεριφορική χρηματοοικονομική έχει αναπτύξει συγκεκριμένες θεωρίες οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν ανορθόδοξες επενδυτικές συμπεριφορές. Μία από τις πλέον γνωστές θεωρίες είναι η «Θεωρία της Ώθησης» (θεωρία Nudge) η οποία μελετά, σχεδιάζει και χρησιμοποιεί τις υποσυνείδητες επιρροές στον τρόπο σκέψης και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των ανθρώπων, σύμφωνα με το πώς πραγματικά λαμβάνουν αποφάσεις, κατά τρόπο δηλαδή όχι προβλέψιμο και ορθολογιστικό, για να προσελκύσει την προσοχή ενός ατόμου ή/και να το καθοδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση
Οι κλάδοι που μπορεί να βρει εφαρμογή είναι ποικίλοι, όπως η δημόσια πολιτική. Αποτελεσματικά nudges έχουν εφαρμοστεί για τη μείωση της φοροδιαφυγής, την εξοικονόμηση ενέργειας στα νοικοκυριά και σε πληθώρα κοινωνικών προβλημάτων. Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι εποπτικές αρχές διερευνούν πώς η Θεωρία της Ώθησης μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι επενδυτικές επιλογές παρουσιάζονται στους επενδυτές, καθώς και πώς να παρέχεται με αποτελεσματικότερο τρόπο η πληροφόρηση προς το επενδυτικό κοινό.
Κρίσιμη η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα
Ιδιαίτερα σήμερα, την εποχή της ψηφιοποίησης και της διαρκούς εμφάνισης νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, αλλά και τεχνασμάτων από επιτήδειους, καθίσταται επιτακτική ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της συμπεριφοράς των επενδυτών και των παραγόντων που την καθοδηγούν, με στόχο τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη εργαλείων για την ενδυνάμωση, την εκπαίδευση και την προστασία του επενδυτικού κοινού.
Ο σχεδιασμός προγραμμάτων χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης μπορεί να επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από τα ευρήματα του τομέα των συμπεριφορικών χρηματοοικονομικών, ώστε να επιτευχθεί, πέρα από την επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, η ανάπτυξη νεών δεξιοτήτων και τεχνικών αυτοβελτίωσης σε ό,τι αφορά την επενδυτική συμπεριφορά.