Το συνέδριο με θέμα «Ο Αλή πασάς και η εποχή του» – Η ζωή και η δράση του περιβόητου πασά των Ιωαννίνων – Άγνωστα στοιχεία που αναφέρει ο Αλβανός Αχμέτ Μουφίτ μπέης, απόγονος του Αλή πασά στο βιβλίο του «ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ Ο ΤΕΠΕΛΕΝΛΗΣ» – Ο Αλή πασάς και η Επανάσταση του 1821
Πριν λίγες μέρες, συγκεκριμένα από τις 22 ως τις 24 Οκτωβρίου, έγινε στα Γιάννενα ένα συνέδριο με θέμα «Ο Αλή πασάς και η εποχή του». Το συνέδριο οργάνωσαν από κοινού ο Δήμος Ιωαννιτών, το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Για το συγκεκριμένο συνέδριο υπήρξαν σφοδρότατες αντιδράσεις. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι με το συγκεκριμένο συνέδριο, ο Δήμος Ιωαννιτών τιμά τον Αλή πασά. Οι Σουλιώτες μέσω μιας ανοιχτής επιστολής με τίτλο «Ο Αλή πασάς, σημαντικότερος από τους Σουλιώτες;» «επιτέθηκαν» έντονα στον Δήμαρχο Ιωαννίνων κύριο Μωυσή Ελισάφ, γιατί ενώ προανήγγειλε τη διοργάνωση του συγκεκριμένου συνεδρίου, ως συμμετοχή του Δήμου στους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από το 1821, ουσιαστικά προσπαθεί να επικεντρωθεί σε κάποια «σημαντικά κατ’ αυτούς (εννοούν τους ομιλητές του συνεδρίου) έργα του».
Και οι τίτλοι ορισμένων άρθρων που διαβάσαμε στο διαδίκτυο για το συγκεκριμένο συνέδριο ήταν χαρακτηριστικοί:
«Ξεκινά το συνέδριο της ντροπής για τον Αλή πασά», «Εθνική ντροπή το συνέδριο για τον Αλή πασά», «Το αίσχος του συνεδρίου για τον σφαγέα Αλή πασά» κ.ά.
Για να καλύψουμε το «κεφάλαιο» «Αλή Πασάς», θα χρειαζόμασταν πολλά άρθρα, κάτι που είναι αδύνατο. Θα αναφερθούμε σήμερα στα κυριότερα σημεία της ζωής και της δράσης του. Το ευτύχημα είναι ότι έχουμε στη διάθεσή μας τρία πολύ σημαντικά, θεωρούμε, βιβλία: Το «Ταξίδι στην Ελλάδα-ΗΠΕΙΡΟΣ» του Γάλλου γιατρού και διπλωμάτη Φ.Κ. Πουκεβίλ που γνώρισε τον Αλή πασά και περιέχει προσωπικές μαρτυρίες του, τη «Χρονογραφία της Ηπείρου» του Παναγιώτη Αραβαντινού (1811-1870) ο οποίο βέβαια ήταν παιδί όταν ο Τεπελενλής ήταν πασάς στα Γιάννενα, αλλά γνώρισε πολλούς ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί του, η «Ιστορία του Αλή πασά», του Σπύρου Αραβαντινού και τέλος, ένα σπάνιο βιβλίο του Αλβανού Αχμέτ Μουφίτ, απογόνου του Αλή πασά που παρουσιάζει τα γεγονότα από μια άλλη οπτική γωνία, έκδοση της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών(Ιωάννινα 1993).
Ας δούμε λοιπόν όσο πιο ψύχραιμα μπορούμε τη ζωή και τη δράση του Αλή πασά παραθέτοντας γνωστά και άγνωστα γεγονότα γι’ αυτόν…
Ο Αλή πασάς: από το Τεπελένι πασάς στα Γιάννενα
Ο Αλή πασάς γεννήθηκε στο Τεπελένι της Αλβανίας το 1744 σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή. Πατέρας του ήταν ο Βελή μπέης και μητέρα του η Χάμκω, που καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Κόνιτσας και ήταν κόρη του Ζεϊνέλ μπέη. Η Χάμκω ήταν η δεύτερη σύζυγος του Βελή. Η πρώτη καταγόταν από το χωριό Μπετσίτσι του Τεπελενίου. Μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Ισμαήλ, τον Ταχίρ, τη Μεριέμ και την Αϊσέ. Από τον γάμο του με τη Χάμκω, ο Βελή απέκτησε και μια κόρη, τη Σαχνισά που γεννήθηκε το 1746. Το οικογενειακό παρελθόν του Αλή πασά δεν ήταν και το καλύτερο. Μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως Τεπελενλής από τον τόπο που γεννήθηκε ωστόσο είχε τουρκικές ρίζες. Μακρινός πρόγονός του (αρχές 17ου αι.) ήταν ο δερβίσης Νασίφ που ζούσε στην Κιουτάχεια της Ανατολής και διέπραξε μια κολάσιμη πράξη (πηγή: Αχμέτ Μουφίτ). Για να αποφύγει τις συνέπειες, εγκαταστάθηκε στο Μπετσίστι, ένα χωριό κοντά στο Τεπελένι της Αλβανίας.
Ο Σπύρος Αραβαντινός γράφει σχετικά: «δεινώς κολασθείς υπό του προϊστάμενου αυτού, ένεκα κακοήθους τινός πράξεως, ώχετο απιών». Ο Ναζίφ παντρεύτηκε στο Μπετσίστι και ο γιος του Χουσεΐν έγινε κι αυτός δερβίσης. Μεγαλώνοντας απέκτησε κύρος και επιρροή και παντρεύτηκε την κόρη του ηγεμόνα της Κλεισούρας η οποία λόγω προβλήματος αναπηρίας στο πόδι δεν μπορούσε να βρει άντρα αντάξιο της καταγωγής της. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Μουσταφά ή Μούτσ(ι)ο Χούσο ο οποίος πήρε τον τίτλο του μπέη. Ο Μουσταφά ήταν προπάππος του Αλή πασά και έγινε αρχηγός συμμορίας ληστών (τέλη 17ου αιώνα). Την… οικογενειακή παράδοση συνέχισαν οι γιοι του Μουχτάρ (παππούς του Αλή πασά) και Μπεκίρ που επιδόθηκαν σε σωρεία ληστρικών πράξεων. Ωστόσο οι απόγονοι του Μούτσ(ι)ο Χούσο είχαν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές και αβυσσαλέο μίσος καθώς ο καθένας διεκδικούσε για τον εαυτό του την κυριαρχία πάνω στους πληθυσμούς της Αλβανίας και της Ηπείρου. οι διαμάχες αυτές έληξαν με την επικράτηση του Βελή, πατέρα του Αλή που διορίστηκε διοικητής του Δέλβινου.
Το 1753 ο Βελή πέθανε, γεγονός που συγκλόνισε βαθιά τον Αλή. Την ανατροφή του αλλά και τη διοίκηση της περιοχής ανέλαβε η Χάμκω, μια ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα. Όπως γράφει ο Αχμέτ Μουφίτ, διατήρησε φιλικές σχέσεις με τα συμμαχικά χωριά Χόρμοβο, Ζαγοριά, Παλιοπωγώνι κι αποκατέστησε την ασφάλεια και την ησυχία. «Γι’ αυτό και την παρομοίαζαν με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (Αχμέτ Μουφίτ). Βέβαια, χωριό Παλιοπωγώνι δεν υπάρχει και δεν γνωρίζουμε να υπήρξε ποτέ. Προφανώς ο Αχμέτ Μουφίτ εννοεί ολόκληρη την περιοχή που είναι γνωστή ως «Παλαιό Πωγώνι» ενώ και με τον όρο Ζαγοριά αναφέρεται μάλλον στα Ζαγοροχώρια.
Ωστόσο η Χάμκω συκοφάντησε τα μέλη της οικογένειας του Ισλάμ μπέη που έμεναν στο φρούριο της Κάργιανης και οι κάτοικοι του Χορμοβου «κατέσφαξαν αυτούς ανηλεώς». Ο Ισλάμ μπέης ήταν ξάδελφος του Βελή τον οποίο εξόντωσε ο πατέρας του Αλή στις μεταξύ τους διαμάχες.
Σταδιακά για να καλύψει τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα, η Χάμκω επέβαλε αύξηση στις εισφορές των χωριών που είχε υπό την προστασία της. Αυτό προκάλεσε την οργή των κατοίκων όλων των χωριών ακόμα και του Χορμόβου που ήταν το πιο πιστό απ’ όλα σ’ αυτή.
Η Χάμκω προσπάθησε τότε ν’ αναλάβει υπό την προστασία της το χριστιανικό χωριό Κοκόσι που βρισκόταν μεταξύ Τεπελενίου και Γαρδικίου. Δεν το κατόρθωσε όμως επειδή οι κάτοικοί του είχαν φιλικές σχέσεις με τους Χριστιανούς κατοίκους του Χορμόβου οι οποίοι είχαν εξοργιστεί από την αύξηση των φόρων. Έτσι, όταν τον Αύγουστο του 1762 η Χάμκω και η κόρη της Σαχνισά περνούσαν από το Γαρδίκι, οι κάτοικοί του τις συνέλαβαν και τις καταδίκασαν.
Εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε όσα γράφουν οι ξένοι χρονογράφοι και όσα γράφουν ο Σπύρος Αραβαντινός και ο Αχμέτ Μουφίτ. Οι ξένοι χρονογράφοι αναφέρουν ότι οι κάτοικοι του Γαρδικίου βίασαν τη Χάμκω και την κόρη της, γι’ αυτό όταν ο Αλή πασάς απέκτησε δύναμη, κατέστρεψε το Γαρδίκι και σκότωσε τους κατοίκους του.
Όμως ο Αχμέτ Μουφίτ γράφει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και ότι οι ξένοι χρονογράφοι είχαν παραπλανηθεί. Προσθέτει δε: «Γιατί, όσοι γνωρίζουν πόσο οι Αλβανοί σέβονται την τιμή και εκτιμούν τους ευγενείς, θα συμφωνήσουν ότι ήταν αδύνατο οι κάτοικοι ενός χωριού να φυλακίσουν και να κακοποιήσουν». Εδώ, μάλλον ο Μουφίτ αντιγράφει τον Σπύρο Αραβαντινό: «… παρά πάσι τοις Αλβανοίς ανέκαθεν ελογίζετο μέγα ανοσιούργημα και εναργής πράξας η προσβολή ελογίζετο μέγα ανοσιούργημα και εναργής πράξις η προσβολή της τιμής γυναικών αιχμαλώτων και ιδίως ευγενούς οικογενεία».
Πάντως, ο Αχμέτ Μουφίτ γράφει ότι και ο παππούς του Μαλίκ πασάς τον διαβεβαίωσε ότι η Χάμκω και η κόρη της κρατήθηκαν στο Γαρδίκι μέχρι να εξοφλήσουν κάποια χρέη. Και επίσης, ο Μαλίκ του είπε ότι οι ξένοι χρονογράφοι είχαν άγνοια των ηθών και των εθίμων των Αλβανών και γι’ αυτό έγραψαν περί κακοποίησης και βιασμού των δύο γυναικών.
Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς που είχε ενηλικιωθεί, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, έχοντας υπό τις διαταγές του τους ληστές της περιοχής διασάλευε την τάξη και την ασφάλεια.
Ο Κουρτ Αχμέτ πασάς, βεζίρης που ευθύνεται για την εκτέλεση του Κοσμά του Αιτωλού, έπαρχος της ηγεμονίας Αυλώνας, επιθεωρητής του άτακτου στρατού και επιφορτισμένος την ασφάλεια των οδών της σημερινής νότιας Αλβανίας, της Ηπείρου, των Τρικάλων και της Πελοποννήσου, έγραψε στον Αλή ότι τέτοιες ενέργειες και συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε μπέηδες. Τον κάλεσε στο Μπεράτι για να του δώσει κάποιο αξίωμα. Ο Αλή πήγε (ή… τον πήγαν, ως αιχμάλωτο κατά τον Σ. Αραβαντινό στο Μπεράτι) και συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του Κουρτ Αχμέτ.
Όταν όμως ο βεζίρης, που είχε εγκατασταθεί πλέον στο Μπεράτι αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του με τον Ιμπραήμ μπέη γιο του Καπλάν πασά, της οικογένειας του Σινάν πασά, θεωρώντας τον ανώτερο ως προς την καταγωγή από τον Αλή ο τελευταίος εξαγριώθηκε.
Έτσι ξανάρχισε τον ληστρικό βίο. Εξαφανίστηκε από το Μπεράτι και περιπλανώμενος στην Αυλώνα, κήρυξε ανυπακοή και ανταρσία απέναντι στον Κουρτ πασά και με τη συμμορία του άρχισε να τρομοκρατεί την περιφέρεια.
Ιδιαίτερα τα χωριά του Πωγωνίου και της Ζαγοριάς (Ζαγορίου) δεινοπάθησαν από τον Αλή. Περισσότερο απ’ όλα, το χωριό Λέκλι.
Ένα βράδυ με 2.000 οπαδούς του ο Αλή πασάς, επιχείρησαν να καταστρέψουν το Λέκλι, δεν τα κατάφεραν όμως καθώς οι κάτοικοι του χωριού βοηθήθηκαν από τους Χορμοβίτες. Να σημειώσουμε εδώ, ότι από το Λέκλι, καταγόταν ένας σπουδαίος ήρωας του 1821. Ο Κωνσταντίνος Χορμοβίτης, το πραγματικό επώνυμο του οποίου ήταν Νταλαρόπουλος. Έμεινε όμως στην ιστορία ως Λαγουμιτζής (απ’ αυτόν πήρε το όνομά της και η ομώνυμη οδός της Αθήνας), καθώς ήταν ειδικός στην κατασκευή λαγουμιών. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο Μεσολόγγι, ενώ πολέμησε και στη θρυλική μάχη της Αράχοβας, δίπλα στον Καραϊσκάκη.
Ο Χορμοβίτης και ο, ιδιαίτερα αγαπητός σε μας, Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τη Ναυπακτία, ήταν οι κορυφαίοι λαγουμιτζήδες του 1821 και πρόσφεραν τεράστιες υπηρεσίες στον Αγώνα.
Πώς ο Αλή πασάς… εισέπραξε τα χρήματα της επικήρυξης για την δολοφονία του
Στο μεταξύ, ο Κουρτ Αχμέτ πασάς επικήρυξε το κεφάλι του Αλή για 5.000 γρόσια. Την αμοιβή την εισέπραξαν με έναν απίστευτο τρόπο, δυο βλάμηδες (αδελφοποιτοί) του Αλή πασά: ο Σκέντου Μπούγια και ο Λέκα Ντούρου, Αλβανοί προφανώς. Φόρεσαν σ’ ένα κριάρι ένα ρούχο του Αλή πασά και το πυροβόλησαν. Στη συνέχεια, παρουσίασαν στον Κουρτ το ματωμένο ρούχο λέγοντας ότι σκότωσαν τον Αλή. Εκείνος, αφελέστατα, τους πίστεψε και τους έδωσε την αμοιβή! Με τα χρήματα αυτά, ο Αλή οργάνωσε νέα ομάδα ληστών (!) και συνέχισε τη δράση του. Ο Κουρτ Αχμέτ, τον καταδίωκε με κάθε τρόπο. Συχνά ο Αλή κινδύνευε.
Μια φορά, στο μοναστήρι της Σωπικής, τον γλίτωσε ο μοναχός Ιωάννης Οικονόμου «θέσαντος αυτόν εντός κάδου». Τον Οικονόμου ο Αλή τον ευγνωμονούσε ως το τέλος της ζωής του. Το 1766 ο Αλή βρισκόταν σε δεινή θέση, βρήκε όμως καταφύγιο στο χωριό Χοστέβα και αργότερα στο Δέλβινο, κοντά στον έπαρχο Καπλάν πασά. Αργότερα, ο Καπλάν ανέλαβε ως άρχοντας των αρχόντων τη διοίκηση της επαρχίας του Δέλβινου. Ο Καπλάν εκτίμησε την ευγλωττία και την ευφυΐα του Αλή και τον πάντρεψε με την πανέμορφη και συνετή κόρη του Γκουλσούμ, που είναι περισσότερο γνωστή ως Εμινέ. Παράλληλα, η αδελφή του Αλή Σαχνισά, παντρεύτηκε τον Αλή μπέη, γιο του Καπλάν (!). Δύο αδέλφια, παντρεύτηκαν με δύο άλλα αδέλφια δηλαδή, πράγματα απαγορευμένα, αδιανόητα και καταδικαστέα… Ο γάμος του Αλή έγινε το 1767. Το 1768 γεννήθηκε ο πρώτος γιος του, Μουχτάρ μπέης και το 1772 ο δεύτερος, ο Βελή μπέης.
Ο πεθερός του Αλή πασά, Καπλάν, έδειχνε φιλική διάθεση προς τους Χριστιανούς. Ιδιαίτερα στους Χιμαριώτες, που σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας επαναστάτησαν πολλές φορές.
Όταν λίγο πριν τα Ορλοφικά, διατάχθηκε ο Καπλάν να εξοντώσει τους Χιμαριώτες, κινήθηκε μεν εναντίον τους αλλά πολύ χαλαρά. Έτσι κλήθηκε στο Μοναστήρι, για να λάβει δήθεν κάποιες διαταγές. Όταν πήγε εκεί, τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν (1768). Ο Λαμαρτίνος εξυμνεί τον Καπλάν πασά, γράφοντας ότι ήταν ένας από τους πρώτους που υπηρέτησαν τη ιδέα της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτό βέβαια, είναι υπερβολή του φιλέλληνα Γάλλου ποιητή.
Πώς το πασίγνωστο Λαζαράτι έγινε αμιγώς μουσουλμανικό χωριό
Η κωμόπολη Λαζαράτι (αλβ. Lazarati) ή Λαζαράτες, βρίσκεται σε μια βουνοπλαγιά λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο κοντά στο ελληνοαλβανικά σύνορα. Έχει γίνει γνωστό ως πρωτεύουσα της κάνναβης στην Ευρώπη. Το 2014, υποτίθεται ότι η αλβανική Αστυνομία ξερίζωσε όλα τα δενδρύλλια κάνναβης, δεν νομίζουμε όμως ότι ισχύει κάτι τέτοιο.
Διαβάζοντας τα στοιχεία της απογραφής που πραγματοποίησε η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου το 1913-1914 στη Β’ Ήπειρο (και την οποία βέβαια αγνόησε παντελώς…) στο βιβλίο του Βας. Γεωργίου «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», μας είχε κάνει τεράστια εντύπωση ότι στον Καζά Αργυροκάστρου, όλα τα χωριά γύρω από το Λαζαράτι είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, ενώ το συγκεκριμένο αμιγώς αλβανικό (450 άτομα).
Κυρα_Φροσυνη
Ήταν μάλιστα το μόνο χωριό δίχως σχολείο. Ο Αχμέτ Μουφίτ μας έλυσε την απορία. Στο Λαζαράτι ως τα μέσα του 18ου αιώνα, κατοικούσαν μόνο Έλληνες που επαναστατούσαν συνεχώς. Ο Καπλάν πασάς τους εκδίωξε (άγνωστο με ποιον τρόπο) κι εγκατέστησε εκεί μουσουλμάνους από τα χωριά της Λιαπουριάς (των Λιάπηδων) και, κυρίως, το Προγονάτι. Έτσι, το Λαζαράτι βρέθηκε να είναι μουσουλμανικό χωριό, το μοναδικό στη γύρω περιοχή και να προοδεύει, παράγοντας 500 τόνους κάνναβης, αξίας 4,5 δις ευρώ ετησίως, το μισό Α.Ε.Π. της Αλβανίας (πηγή: Βικιπαίδεια).
Μετά την ενδιαφέρουσα, νομίζουμε, αυτή παρένθεση, επανερχόμαστε στον Αλή πασά, ο οποίος κατάφερε να αναλάβει τη διοίκηση του Δέλβινου (μετά το 1775), αφού φρόντισε άνθρωποί του να σκοτώσουν τον Σελίμ πασά που κατείχε τη θέση αυτή. Οι κάτοικοι του Δέλβινου τον μισούσαν όμως και ο Αλή επέστρεψε στο Τεπελένι. Χρησιμοποιώντας πάλι δόλο και ύπουλα μέσα, κατέστρεψε τα χωριά Χόρμοβο, Λέκλι και Λάμποβο, οι κάτοικοι των οποίων ήταν αντίπαλοί του. Κατέστρεψε επίσης το χωριό Μαλισώβα, επειδή δεν υποτάχτηκε, όπως και το Δελβινάκι, την πρωτεύουσα του Πωγωνίου, καθώς οι κάτοικοί του δεν έδωσαν χρήματα και τρόφιμα στους στρατιώτες του.
Το 1785, ο Αλή έκανε επιδρομή στα φημισμένα για τα πλούτη και την αρχοντιά τους Ζαγοροχώρια και τα λεηλάτησε, αποκομίζοντας πολλά λάφυρα. Το 1784, ανέλαβε αρχηγός του άτακτου στρατού της Αυλώνας, που αποστολή του ήταν η ασφάλεια των δρόμων.
Οι κάτοικοι του Ζαγορίου που δεινοπαθούσαν από ληστρικές επιδρομές, ζήτησαν τη βοήθεια του Αλή. Πραγματικά, αυτός που είχε δημιουργήσει και φιλίες με επιφανείς Ζαγορίσιους αποκατέστησε την τάξη και την ασφάλεια.
Το 1787, με 3.000 επίλεκτους Αλβανούς πολεμιστές, εντάχθηκαν στον αυτοκρατορικό στρατό και περνώντας τον Δούναβη, επιτέθηκαν εναντίον των Αυστριακών συμμάχων των Ρώσων κατά τον πόλεμο που κήρυξε εναντίον τους ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Α’ (επί Μεγάλης Αικατερίνης). Ο Αλή και οι άνδρες του διακρίθηκε ιδιαίτερα σε πολλές μάχες λεηλατώντας περιοχές της Αυστρίας. Ο σουλτάνος για ανταμοιβή του παραχώρησε και τη διοίκηση των Τρικάλων.
Ο Αλή… πασάς στα Γιάννενα (1788)
Μετά τον θάνατο του Κουρτ, πασά των Ιωαννίνων, το 1788, ο Αλή διορίστηκε πασάς της πρωτεύουσας της Ηπείρου. Ο βίος και η πολιτεία του είναι λίγο πολύ γνωστές.
Πολέμησε με μανία τους Σουλιώτες, τους οποίους κατέστρεψε στο Κούγκι, στο Ζάλογγο και στο Σέλτσο (1803-1804) κατέστρεψε το Βουθρωτό (1798), το οποίο κατοικούνταν από την αρχαιότητα, αλλά από τότε ερημώθηκε, κατέλαβε την Πρέβεζα (1798) σφάζοντας εκτός από κατοίκους της και Γάλλους αιχμαλώτους, εκθέτοντας διεθνώς την Ήπειρο, επιχείρησε, ανεπιτυχώς, το 1807 να καταλάβει τη Λευκάδα την άμυνα της οποίας είχε αναλάβει ως «έκτακτος επίτροπος» ο μεγάλος Ιωάννης Καποδίστριας, δήμευσε την περιουσία του κλεφταρματολού και προκρίτου του Ασπροπόταμου Τρικάλων Γεώργιου Χατζηπέτρου, προστάτη των αγωνιστών για την ελευθερία, έσφαξε μέσω του συνεργάτη του Βλαχοθόδωρου, τους αγωνιστές Λαζαίους από την Πιερία (1813), έδιωξε τους κατοίκους της Πάργας από τον τόπο τους(1819), ενώ όταν συνελήφθη με δόλο ο Θύμιος Βλαχάβας, διέταξε τους δήμιους να του σπάσουν τα κόκαλα και να τον κομματιάσουν στα τέσσερα…
Κρέμασε μάλιστα από ένα κομμάτι σε τέσσερα σημεία των Ιωαννίνων για να τρομοκρατήσει τους Έλληνες (1808). Αυτό το γεγονός, περιγράφεται με αποτροπιασμό από τον λόρδο Βύρωνα που επισκέφθηκε τα Γιάννενα εκείνη την εποχή.
Ουσιαστικά ο Αλή πασάς, δυνάστευε μια περιοχή από τη Χιμάρα και τη Δυτική Μακεδονία, ως τη Θεσσαλία, τη Φθιωτοφωκίδα και την Αιτωλοακαρνανία.
Το μόνο θετικό είναι στην περιοχή που διοικούσε, επικρατούσε τάξη και ασφάλεια. Ακόμα και ο λόρδος Βύρων έγραψε ότι πιο ασφαλής είναι κάποιος στα Γιάννενα παρά στο Λονδίνο! Επίσης, ως μπεκτασής, ήταν ανεκτικός προς τους Χριστιανούς και δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Τον Αλή πασά υπηρέτησαν πρόσωπα γνωστά κι από άλλα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας: ο Βεληγκέκας, ο Ομέ Βρυώνης, ο Θανάσης Βάγιας, ο Αλέξης Νούτσος, ο Μάρκος Δαμιράλης κ.ά. Ανάμεσα στους γραμματικούς του συγκαταλέγουν ο Μάνθος Οικονόμου και ο Σπύρος Κολοβός. Από τους αξιωματικούς του στρατού του διακρίθηκαν αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο Κίτσος Τζαβέλας κ.ά. Από την αυλή του πέρασαν οι λόγιοι Αθανάσιος Ψαλίδας και Ιωάννης Βηλαράς, ο Ιωάννης Κωλέττης, ως γιατρός του κ.ά. Βέβαια, τα Γιάννενα γύριζαν για πολλά χρόνια πριν τον Αλή πασά πνευματική ανάπτυξη και δεν ήταν αυτός στον οποίο οφείλεται η ακμή της πόλης. Ήταν ιδιαίτερα φιλοχρήματος και όπως ανακοινώθηκε χαρακτηριστικά στο συνέδριο, για πρώτη φορά, Ναπολιτάνοι δύτες μάζευαν για λογαριασμό του κόκκινα κοράλλια από τον Αμβρακικό Κόλπο. Τα χρήματα από την πώλησή τους τα καρπωνόταν ο ίδιος…
Ο Αλή πασάς και η Επανάσταση του 1821
Πολύς λόγος έχει γίνει για την έμμεση «συμβολή» του Αλή πασά στην επιτυχία, στην αρχή της, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι ο Φιλικός Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, γραμματέας του ρωσικού προξενείου της Πάτρας τον επισκέφθηκε δύο φορές (1818 και 1820). Όσα γράφονται όμως για δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους, πιθανότατα δεν ευσταθούν. Ο Αλή πασάς, οραματιζόταν την ίδρυση ενός αλβανικού πασαλικιού. Την ίδια περίοδο και άλλοι αξιωματούχοι (ο πασάς του Βιδινίου Πασβάνογλου, οι Μπουσατλήδες της Σκόδρας και ο Ισμαήλ πασάς των Σερρών), είχαν στραφεί εναντίον της Πύλης θέλοντας να ιδρύσουν (ημι)ανεξάρτητες ηγεμονίες. Ο σουλτάνος το 1820 κήρυξε τον Αλή πασά φιρμανλή (αποστάτη) και τον κάλεσε να απολογηθεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλή αρνήθηκε και ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του ισχυρές δυνάμεις με επικεφαλής τον παλιό εχθρό του Αλή Ισμαήλ Πασόμπεη, που όμως απέτυχε στην επιχείρηση εξόντωσης του . Έτσι τον Μάρτιο του 1821, ο ικανότατος Κιρκάσιος Χουρσίτ πασάς φεύγοντας από την Πελοπόννησο, ανέλαβε την επιχείρηση. Ο κλοιός στένευε γύρω από τον Αλή πασά, ο οποίος τελικά αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, στο νησί της Παμβώτιδας, αναμένοντας, όπως του είχε πει ο Χουρσίτ, το έγγραφο της αμνηστίας. Στις 24 Ιανουαρίου 1822, έφτασε εκεί ο Κιοσέ Μεχμέτ με αξιωματικούς, 30 στρατιώτες και το χαρτί της θανατικής καταδίκης του. Ο Αλή τον πυροβόλησε στο χέρι και η συμπλοκή γενικεύθηκε.
«Μια σφαίρα αφού τρύπησε το πάτωμα και το μιντέρι (είδος ανατολίτικου χαμηλού καναπέ), σφηνώθηκε ανάμεσα στους όρχεις του Αλή, ο οποίος άρχισε να κυλιέται και να ψυχομαχά» (Αχμέτ Μουφίτ). Σε λίγο ξεψύχησε στα χέρια του Θανάση Βάγια. Ο Κιοσέ Μεχμέτ, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Το κεφάλι του, το πήγαν στον Χουρσίτ, που δάκρυσε όταν το αντίκρισε.
Την άλλη μέρα, έγινε η ταφή του σώματός του στα Γιάννενα. Το κεφάλι του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, πήγε στην Πόλη με κόκκινα γένια, όπως είχε προφητέψει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που τόσο πολύ εκτιμούσε… Πηγή: protothema.gr