Πέρασαν ήδη πέραν των τριών ετών από την εφαρμογή του ΓεΣΥ, την πιο σημαντική μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρόσβαση των πολιτών σε υπηρεσίες υγείας έχει αλλάξει ριζικά, ωστόσο, τα κενά και οι εκκρεμότητες που εξακολουθούν να υφίστανται, ιδιαίτερα σε σχέση με τα φάρμακα και δη τα καινοτόμα φάρμακα, διαμορφώνουν ένα σκηνικό αβεβαιότητας στους δικαιούχους του συστήματος για την επόμενη μέρα.

Του Κυριάκου Μικέλλη, Προέδρου της Κυπριακής Ένωσης Φαρμακευτικών Εταιρειών Έρευνας και Ανάπτυξης (ΚΕΦΕΑ)

Όλοι μας συνεισφέρουμε οικονομικά στο νέο αυτό σύστημα και δικαιούμαστε να λαμβάνουμε τις καλύτερες υπηρεσίες υγείας και την κατάλληλη ανά περίπτωση θεραπεία, χωρίς προφάσεις και δικαιολογίες από πλευράς των αρμοδίων. Αυτή άλλωστε, ήταν και η βασική φιλοσοφία πάνω στην οποία οικοδομήθηκε εξαρχής το νέο σύστημα υγείας. Το ΓεΣΥ σε επίπεδο σχεδιασμού και προνοιών είναι ένα από τα καλύτερα συστήματα στην Ευρώπη, όμως δυστυχώς βρισκόμαστε ακόμα πολύ πίσω σε ό,τι αφορά την υλοποίηση και την εφαρμογή του σχεδιασμού. Ακόμα και σήμερα, παρατηρούνται αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, ενώ ο τρόπος προσέγγισης των αρμοδίων δίνει την αίσθηση ότι οι σχεδιασμοί αυτοί ίσως και να μην εφαρμοστούν ποτέ.

Ενδεχομένως αυτή η κωλυσιεργία που παρατηρείται να είναι βολική για κάποιους, ωστόσο, η υγεία των πολιτών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήνεται έρμαιο στην αρένα των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των ιδιοτελών συμφερόντων του οποιουδήποτε. Αντιθέτως, οι πολιτικές και η στρατηγική στον τομέα της Υγείας πρέπει να αποφασίζονται από την καθ’ ύλην αρμόδια Αρχή, που δεν είναι άλλη από το Υπουργείο Υγείας, και να υλοποιούνται από αυτούς που έχουν τις αρμοδιότητες υλοποίησης, εφόσον τους παρέχονται τα απαραίτητα μέσα/εργαλεία. Είναι απαράδεκτο εν έτει 2022 ασθενείς να αναγκάζονται να εκλιπαρούν για να έχουν άμεση και έγκαιρη πρόσβαση στην κατάλληλη κατά περίπτωση θεραπεία.

Ακούμε συχνά να λέγεται από πλευράς αρμοδίων, ότι η ένταξη καινοτόμων φαρμάκων στο σύστημα θα γίνεται σταδιακά, κατόπιν επικαιροποίησης των πρωτοκόλλων. Είναι άξιον απορίας, τρία χρόνια μετά, γιατί παρατηρείται τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην επικαιροποίηση των πρωτοκόλλων, όπως επίσης και γιατί αυτά θα πρέπει να προσαρμοστούν στα κυπριακά δεδομένα, από τη στιγμή που στόχος είναι να αντικατοπτρίζουν την παρούσα διεθνή κλινική πρακτική. Αξίζει να σημειωθεί ότι για κάθε χρόνια νόσο, όπως και για όλα τα φάρμακα, υπάρχουν διαθέσιμες, διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, που εύκολα θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και άμεσα να τεθούν σε εφαρμογή. Είναι μήπως η Κύπρος ή οι Κύπριοι ασθενείς διαφορετικοί ή υποδεέστεροι των υπολοίπων Ευρωπαίων πολιτών; Ή μήπως κάποιοι αναζητούν τρόπους έτσι ώστε απλώς να συνεχιστεί η παρωχημένη και αναχρονιστική πρακτική των προσφορών, η οποία προνοούσε τη χρήση ενός μόνο φαρμάκου, του πιο φθηνού, όπως ίσχυε στην προ ΓεΣΥ εποχή; Από την άλλη, μήπως διαδραματίζει κάποιο ρόλο στις καθυστερήσεις που παρατηρούνται, το γεγονός ότι η αρμόδια Αρχή (ΣΕΦ) για την επικαιροποίηση των πρωτοκόλλων, δεν είναι και τόσο ανεξάρτητη από τον ΟΑΥ όπως θα όφειλε να είναι;

Ισχυρισμοί ότι δήθεν οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν ενδιαφέρονται να εντάξουν φάρμακά τους στο σύστημα ή να τα έχουν διαθέσιμα στην Κύπρο, λόγω του ότι είναι μικρή αγορά, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Απόδειξη αυτού, το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες σε όλη την Ευρώπη, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση σε επίπεδο χώρας, έχουν συμφωνήσει ότι, εντός δύο ετών από την αδειοδότηση ενός φαρμάκου, θα υποβάλλουν αίτηση για ένταξή του στα συστήματα υγείας όλων των κρατών μελών. Παράλληλα όμως, θα πρέπει και τα κράτη, μέσω των αρμοδίων Αρχών, να τηρούν τους κανόνες διαφάνειας και να παρέχουν δημόσια προσβάσιμη πληροφόρηση, ως προς το στάδιο που βρίσκεται η αξιολόγηση της κάθε αίτησης. Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία στην Κύπρο, η αρμόδια Αρχή, δηλαδή ο ΟΑΥ, θα πρέπει να αποφασίζει για την ένταξη ενός φαρμάκου, εντός 90 ημερών από την πλήρη κατάθεση της αίτησης από πλευράς της εταιρείας. Ωστόσο, στην πράξη, η αξιολόγηση μιας αίτησης παίρνει πάρα πολύ περισσότερο χρόνο, ένα ή και δυο  χρόνια, χωρίς να προνοούνται επιπτώσεις για την καθυστέρηση από πλευράς των αρμοδίων. Θεωρούμε ότι η προσθήκη προνοιών για επιπτώσεις ή ενδεχομένως για αυτόματη ένταξη των φαρμάκων με την πάροδο μιας χρονικής περιόδου, μέσω τροποποίησης της νομοθεσίας, θα βοηθήσει στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων από τις Αρχές.

Σύμφωνα με την πρόσφατη δημοσίευση του δείκτη W.A.I.T. (Waiting to Access Innovative Therapies), η Κύπρος βρίσκεται στην 23η θέση στην ΕΕ στην πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα. Σύμφωνα επίσης με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό επί του ΑΕΠ που δαπανήθηκε για τον τομέα της Υγείας στη χώρα μας το 2020 αγγίζει μόλις το 5,9%, σε μια χρονιά όπου ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμάνθηκε στο 8%. Σε ό,τι αφορά δε τον τομέα των φαρμάκων, στην Κύπρο η δαπάνη για φάρμακα και ιατροτεχνολογικα προϊόντα, ανά άτομο, ανέρχεται σε 332€, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται στα 630€ ανά άτομο. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν πως είναι απαραίτητος ο επανασχεδιασμός και η ανακατανομή πόρων και επενδύσεων, με στόχο τη διευκόλυνση πρόσβασης σε καινοτόμα φάρμακα και εμβόλια εντός συστήματος υγείας.

Καταληκτικά, είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι πολίτες ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες ανακαλύπτουν και παράγουν νέα  φάρμακα τα οποία αποδεδειγμένα βελτιώνουν την υγεία των ασθενών, με στόχο να είναι προσβάσιμα και διαθέσιμα στον κατάλληλο χρόνο σε όσους τα έχουν ανάγκη. Προσβλέπουμε στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος στο οποίο τα χρονοδιαγράμματα και τα συμφωνηθέντα θα τηρούνται από όλους, έτσι ώστε οι διαδικασίες να κυλούν ομαλά. Για να γίνει αυτό εφικτό χρειάζεται πολιτική βούληση και διάθεση για συνεργασία ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους στην υγεία φορείς.

 

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter

Προηγούμενο άρθροΚορωνοϊός: Νέα μέτρα από 18 Ιουλίου
Επόμενο άρθροΑιφνιδίασε θετικά η κυπριακή οικονoμία το πρώτο τρίμηνο του 2022