Η Κυπριακή Δημοκρατία δαπάνησε συνολικά ποσό περίπου €0,5 δισ. για τη διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης κατά την περίοδο 2021-2024, αναφέρεται σε έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας (ΕΥ) για τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη.
Ορισμένες από τις δαπάνες αυτές, προστίθεται, θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας επιτυγχανόταν με γρηγορότερους ρυθμούς και εάν οι απαραίτητες υποδομές φιλοξενίας παράτυπων μεταναστών/αιτητών διεθνούς προστασίας ολοκληρώνονταν νωρίτερα.
Όπως προκύπτει, αναφέρει, η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να διαχειριστεί μεγάλο αριθμό μεταναστευτικών ροών, δυσανάλογο σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και τους οικονομικούς της πόρους. Η ανάλυση των μεταναστών ανά χώρα προέλευσης, καταδεικνύει ότι, ο μεγαλύτερος αριθμός νέων αιτούντων διεθνούς προστασίας προέρχεται από τη Συρία, με 13.126 αφίξεις κατά τα έτη 2021-2023 (32,3% του συνόλου), ενώ ακολουθούν οι αιτητές από Αφρικάνικες χώρες.
Στην Έκθεση σημειώνεται ότι παρά την καθοδική πορεία των εισροών των παράτυπων μεταναστών, δεν είναι εφικτός ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίων χωρών (ΥΤΧ) από τις αρμόδιες Υπηρεσίες/Τμήματα. Η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει, προσπάθησε να διαπιστώσει εάν, τουλάχιστον, οι ΥΤΧ, για τους οποίους είχαν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις επιστροφής είχαν όντως αναχωρήσει από την ΚΔ.
«Παρόλο που, λόγω των αδυναμιών που επεξηγούμε στην Έκθεσή μας, δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε ακριβή αριθμό, τα ευρήματα του ελέγχου μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε, με ικανοποιητικό βαθμό ασφάλειας, ότι σημαντικός αριθμός από τους εν λόγω ΥΤΧ, που κυμαίνεται γύρω στις 13.000, ενδεχομένως να εξακολουθεί να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία».
Προσθέτει ότι ένας σημαντικός αριθμός ΥΤΧ, ο οποίος σύμφωνα με στοιχεία από την Αστυνομία, ανέρχεται περίπου στις 290.000 και ο οποίος αρχικά αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο κατά την περίοδο 2014-2023, δεν έχει καταχωρισμένη αναχώρηση στο Αρχείο Αφίξεων και Αναχωρήσεων, παρά το γεγονός ότι έχει παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία που καθορίζεται από τους όρους της άδειας διαμονής ή της θεώρησης εισόδου τους. Ως εκ τούτου, τονίζεται, ενδέχεται να βρίσκονται παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία.
«Οι αρμόδιες κρατικές Υπηρεσίες, παρόλο που ανάφεραν κάποιες επεξηγήσεις, εντούτοις δεν μας παρείχαν αξιόπιστη αιτιολόγηση ή πληροφόρηση ώστε να προσδιοριστεί σε πόσες από αυτές τις περιπτώσεις δικαιολογείται η απουσία καταχώρισης αναχώρησης στο σύστημα», αναφέρεται.
Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία, η Κυπριακή Δημοκρατία δαπάνησε συνολικά ποσό περίπου €0,5 δισ. για τη διαχείριση της παράτυπης μετανάστευσης κατά την περίοδο 2021-2024. «Ορισμένες από τις δαπάνες αυτές θα μπορούσαν να αποφευχθούν εάν η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας επιτυγχανόταν με γρηγορότερους ρυθμούς και εάν οι απαραίτητες υποδομές φιλοξενίας παράτυπων μεταναστών/αιτητών διεθνούς προστασίας ολοκληρώνονταν νωρίτερα», σημειώνεται.
Κατά την ίδια περίοδο, αναφέρεται, εισπράχθηκε από την ΕΕ ποσό ύψους €166,5 εκ., το οποίο περιλαμβάνει την ανάκτηση δαπανών που διενεργήθηκαν σε προηγούμενα έτη και εκκαθαρίστηκαν κατά την εν λόγω περίοδο, καθώς και προκαταβολές έναντι δαπανών που θα υλοποιηθούν σε μελλοντικές περιόδους.
Η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, σημειώνει η Έκθεση, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις σε σχέση με τα χρονοδιαγράμματα που προβλέπονται στη νομοθεσία, με μόλις το 15% να ολοκληρώθηκε εμπρόθεσμα κατά το 2023.
«Η μέση διάρκεια εξέτασης, για την περίοδο 2021-2023 που ελέγξαμε, φαίνεται να ξεπερνά τους 20 μήνες, ενώ ορισμένες αιτήσεις εκκρεμούν για περισσότερα έτη, καθιστώντας τους αιτητές ως δικαιούχους κρατικών επιδομάτων για παρατεταμένη περίοδο, επιβαρύνοντας τον κρατικό Προϋπολογισμό. Παρά την αύξηση των εξεταστών της Υπηρεσίας Ασύλου, μέχρι τον Μάρτιο του 2024 εξακολουθούσε να εκκρεμεί η εξέταση 25.489 αιτήσεων, αριθμός που, σύμφωνα με τον Υφυπουργό Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, έχει μειωθεί σήμερα στις 19.000 περίπου», αναφέρεται.
Στη διαχείριση των Κέντρων Υποδοχής, προστίθεται, κατά την περίοδο 2021-2023, η ΥΑ βρέθηκε αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις, που αφορούσαν στον υπερπληθυσμό, αυξημένες δαπάνες και ελλείψεις στα συστήματα καταγραφής. Ενδεικτικά αναφέρεται στην Έκθεση ότι το Κέντρο Πρώτης Υποδοχής (ΚεΠΥ) Πουρνάρα, το οποίο, κατά το διάστημα αυτό, φιλοξένησε συνολικά 40.484 άτομα, με το κόστος λειτουργίας του να αυξάνεται κατακόρυφα, από €1,4 εκ. το 2021 σε €9,2 εκ. το 2023. Η συμφόρηση επηρέασε αρνητικά, τόσο τις συνθήκες διαβίωσης, όσο και τη συνολική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, τονίζεται.
«Η αποτελεσματική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος είναι ύψιστης σημασίας, αφενός λόγω των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν επιβαρύνει τον κρατικό Προϋπολογισμό με ποσό που αγγίζει το €0,5 δισ. και αφετέρου λόγω των έμμεσων επιπτώσεων, όπως την αδήλωτη εργασία παρανόμως διαμενόντων ΥΤΧ στη Δημοκρατία», σημειώνεται.
Επίσης, σύμφωνα με την Έκθεση «η επιτήρηση των συνόρων της ΚΔ, μέσω της κατάλληλης διαχείρισης των εισερχομένων ΥΤΧ και απομάκρυνσης των παρανόμως διαμενόντων σε αυτή, αποτελεί ζήτημα ουσιώδες, πτυχή η οποία δεν εξετάστηκε στο πλαίσιο του παρόντος ελέγχου. Παράλληλα, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται η ανθρωπιστική πτυχή του θέματος, καθώς και οι υποχρεώσεις της ΚΔ, όπως απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις και το εν ισχύ θεσμικό πλαίσιο».
Εξάλλου, ο Γενικός Ελεγκτής Ανδρέας Παπακωνσταντίνου αναφέρει στον πρόλογο της Έκθεσης ότι αναμφιβόλως τα τελευταία χρόνια υπήρξε μείωση των παράτυπων εισροών και αύξηση των επιστροφών, κάτι που αναδεικνύει τις σημαντικές προσπάθειες των αρμόδιων υπηρεσιών.
Την ίδια ώρα, προσθέτει ο ΓΕ, εντοπίζονται σοβαρά ζητήματα που εξακολουθούν να επηρεάζουν τη συνολική διαχείριση του θέματος. «Η καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, η αδυναμία ορθολογικής αξιοποίησης των πληροφοριακών συστημάτων, καθώς και η έλλειψη ουσιαστικής διασύνδεσης μεταξύ των συστημάτων των εμπλεκόμενων Yπηρεσιών, συνιστούν βασικά εμπόδια στη βέλτιστη διαχείριση του ζητήματος», σημειώνει.
Επιπλέον, αναφέρει ο κ. Παπακωνσταντίνου, το υψηλό οικονομικό κόστος που επωμίστηκε το κράτος, σε συνδυασμό με τη μερική ανάκτηση κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταδεικνύει την ανάγκη για όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη διαχείριση των πόρων.
Παράλληλα, η κατάλληλη διαχείριση των εισερχομένων Υπηκόων Τρίτων Χωρών (ΥΤΧ) στη Δημοκρατία και ιδιαίτερα η απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων από αυτή, αποτελεί ουσιώδες ζήτημα, σημειώνει.
Η δε αδυναμία, λέει ο ΓΕ, για ακριβή προσδιορισμό του αριθμού των παράνομων Υπηκόων Τρίτων Χωρών (ΥΤΧ) στην Κυπριακή Δημοκρατία, αναμφιβόλως προκαλεί σοβαρό προβληματισμό.
«Οι συνεπαγόμενοι κίνδυνοι, καθώς και τα ανάλογα θεραπευτικά μέτρα που πιθανώς να λαμβάνει το κράτος δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της παρούσας έκθεσης», προσθέτει.
Τέλος, αναφέρει ότι η καταδίκη της ΚΔ από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι επισημάνσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και οι ανησυχίες που έχουν εκφραστεί για τις συνθήκες διαβίωσης και τις διαδικασίες ασύλου, αναδεικνύουν την ανάγκη διαρκούς βελτίωσης των μεταναστευτικών πολιτικών της χώρας, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.