Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ εκοιμήθη τη Δευτέρα, η ώρα 06:40 π.μ., σύμφωνα με ιατρικό ανακοινωθέν, το οποίο υπογράφουν ο Ιωσήφ Κάσιος, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Πέτρος Αγαθαγγέλου, Μιχάλης Πρωτοπαπάς.
Όπως αναφέρεται, ο Αρχιεπίσκοπος «εκοιμήθη ήσυχα αφού αντιμετώπισε με θάρρος, υπομονή και Χριστιανική καρτερία τη δοκιμασία της ασθένειας του».
Απεβίωσε σημερα το πρωί ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ σε ηλικία 81 ετών.
Σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’ εκοιμήθη σήμερα το πρωί, στις 06.45. Ο Αρχιεπίσκοπος έδινε πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, ενώ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην Αρχιεπισκοπή.
Ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστιανιανής και πάσης Κύπρου – ήταν Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου από τον Σεπτέμβριο του 2006. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο διαδέχθηκε τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α΄. Μέχρι και την εκλογή του ως αρχιεπισκόπου, είχε υπηρετήσει ως επίσκοπος Πάφου από τον Φεβρουάριο του 1978. Στον θρόνο Πάφου είχε επίσης διαδεχθεί τον Χρυσόστομο Α΄, όταν εξελέγη αρχιεπίσκοπος τον Νοέμβριο του 1977.
Ο Χρυσόστομος Β’ (κατά κόσμον Ηρόδοτος Δημητρίου) γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1941 στο χωριό Τάλα της επαρχίας Πάφου. Μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο του χωριού του, εισήχθη ως δόκιμος στο μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου. Από το μοναστήρι στάλθηκε για φοίτηση στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, από το οποίο κι αποφοίτησε το 1963. Στις 3 Νοεμβρίου 1963 χειροτονήθηκε σε διάκονο από τον τότε χωρεπίσκοπο Τρεμιθούντος Γεώργιο. Τον ίδιο χρόνο ανέλαβε ως έφορος του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου και στη θέση αυτή υπηρέτησε μέχρι το 1968. Το 1968 πήγε στην Αθήνα, όπου και σπούδασε θεολογία στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1972, οπότε κι επέστρεψε στην Κύπρο και στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου εξελέγη ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου. Χειροτονήθηκε τότε σε πρεσβύτερο και εγκαθιδρύθηκε σε ηγούμενο στις 12 Νοεμβρίου 1972, από τον τότε αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’. Στο αξίωμα του ηγουμένου υπηρέτησε μέχρι την εκλογή του σε επίσκοπο.
Στον επισκοπικό θρόνο της Πάφου εξελέγη στις 25 Φεβρουαρίου 1978. Χειροτονήθηκε κι εγκαθιδρύθηκε την επόμενη ημέρα.
Κατά τη διάρκεια της μακράς ασθένειας του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄ (6 χρόνια περίπου), ο Πάφου Χρυσόστομος, ως ο πρώτος στην ιεραρχία μητροπολίτης, τον αντικαθιστούσε χρησιμοποιώντας τον τίτλο του προεδρεύοντος της Ιεράς Συνόδου. Μετά την τιμητική παύση του ασθενούντος αρχιεπισκόπου από διευρυμένη σύνοδο την οποία συγκάλεσε ο οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος (Μάιος, 2006), ο Πάφου Χρυσόστομος ανέλαβε κανονικά ως τοποτηρητής, προκειμένου να διενεργήσει εκλογές προς ανάδειξη νέου αρχιεπισκόπου. Ο ίδιος προβλήθηκε και ως υποψήφιος, ενώ υποψηφιότητα έθεσαν και άλλοι τρεις ιεράρχες, ο Κιτίου Χρυσόστομος, ο Λεμεσού Αθανάσιος και ο Κύκκου Νικηφόρος. Η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από ένταση και, ως ένα βαθμό, φανατισμό, από οξείες αντιπαραθέσεις και ζωηρότατο ενδιαφέρον του ίδιου του λαού.
Κατά τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, στην πρώτη ψηφοφορία, ο Κύκκου Νικηφόρος εξασφάλισε τις περισσότερες ψήφους στην κάλπη των 100 Γενικών Αντιπροσώπων (46), έναντι 45 του μητροπολίτη Λεμεσού Αθανάσιου και 9 του μητροπολίτη Πάφου Χρυσοστόμου. Στην κάλπη των 31 εξ οφίκιο εκλεκτόρων, ο Πάφου Χρυσόστομος πήρε 12 εκλέκτορες, έναντι 11 του Νικηφόρου και 7 του μητροπολίτη Λεμεσού, ενώ υπήρξε και ένα λευκό ψηφοδέλτιο. Στη δεύτερη ψηφοφορία, ο Αθανάσιος εξασφάλισε 48 Γενικούς Αντιπροσώπους και 3 εξ οφίκιο, ο Νικηφόρος 46 Γενικούς Αντιπροσώπους και 12 εξ οφίκιο, και ο Χρυσόστομος 6 Γενικούς Αντιπροσώπους και 16 εξ οφίκιο. Υποψήφιοι στην τρίτη ψηφοφορία ήταν ο Χρυσόστομος, που είχε τις περισσότερες ψήφους από την κάλπη των εξ οφίκιο και ο Αθανάσιος, που είχε την πλειοψηφία στην κάλπη των Γενικών Αντιπροσώπων. Στην τρίτη ψηφοφορία στις 5 Νοεμβρίου 2006, ο Πάφου Χρυσόστομος εξασφάλισε 73 ψήφους και εξελέγη αρχιεπίσκοπος, έναντι 57 του μητροπολίτη Λεμεσού. Υπήρξε και μία άκυρη ψήφος.
Στον θρόνο της Πάφου τον Χρυσόστομο διαδέχθηκε λίγο αργότερα ο χωρεπίσκοπος Αρσινόης Γεώργιος.