Τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί κοσμογονικές αλλαγές στο κυπριακό σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και ειδικά στον τρόπο λειτουργίας των κυπριακών Δικαστηρίων. Βρίσκεται σε εξέλιξη μία προσπάθεια που στόχο έχει τη βελτίωση των διαδικασιών, τον εκσυγχρονισμό των υποδομών και εν τέλει την επαναφορά της εμπιστοσύνης των πολιτών στο σύστημα.
Μία εμπιστοσύνη που δεν μπορεί να επανέλθει όσο οι πολίτες αντικρίζουν τα προβλήματα που υπάρχουν και τους τα επιβεβαιώνουν οι διάφοροι διεθνείς δείκτες αξιολόγησης που δημοσιεύονται κατά καιρούς και παρουσιάζουν την Κύπρο στις τελευταίες θέσεις σε σχέση με άλλες χώρες.
Κατά τη διάρκεια του 3ου Συμποσίου της Μονάδας Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας το οποίο πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με κεντρικό θέμα με θέμα «Το Δικαστήριο του 21ου αιώνα: Προσωπικό και Εξοπλισμός», έγιναν εποικοδομητικές συζητήσεις γύρω από τις σημαντικότερες πτυχές της δικαιοσύνης στην Κύπρο, με επίκεντρο την υψίστης σημασίας ανάγκη για εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των κυπριακών δικαστηρίων. Εκ των βασικών συμπερασμάτων, ήταν το γεγονός πως παρόλο που υπήρξε πρόοδος κι έχουν γίνει σημαντικές δράσεις για βελτιστοποίηση της λειτουργίας των δικαστηρίων, απαιτείται ακόμα χρόνος για να ωριμάσουν και να αφομοιωθούν. Επιπρόσθετα, απαιτείται να γίνουν πολύ περισσότερα ακόμα και για σχετικά απλά ζητήματα όπως την τήρηση και τη διανομή των πρακτικών μιας δίκης.
Ιδιαίτερη έμφαση κατά τη διάρκεια του Συμποσίου δόθηκε και στις διαδικασίες πρόσληψης και προαγωγής των δικαστών οι οποίες παρόλο που τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκαν και υπάρχει περισσότερη διαφάνεια, εντούτοις διαφάνηκε πως η διαδικασία παραμένει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των ίδιων των δικαστών. Αντίστοιχα, ενίσχυσης χρήζει και το σύστημα αξιολόγησης των δικαστών, το οποίο σήμερα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον αριθμό των επιφυλαχθεισών αποφάσεων του κάθε δικαστή, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία επιπρόσθετης πίεσης, με έμφαση στον χρόνο παρά στην ποιότητα των αποφάσεων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε κατά τη διάρκεια του Συμποσίου ο Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Καθηγητής Αχιλλέας Αιμιλιανίδης η αξιολόγηση των δικαστών είναι εξαιρετικής σημασίας ειδικά αν αναλογιστούμε πως οι δικαστές έχουν το προνόμιο της πλήρους ασυλίας και η κλίμακα εισδοχής πρωτοδιόριστου επαρχιακού δικαστή είναι Α16, δηλαδή η ανώτερη κλίμακα που υπάρχει στο Δημόσιο.
Ένα άλλο ζήτημα που τέθηκε έντονα, αφορούσε την εκπαίδευση των δικαστών με τον πρώην πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Χρίστο Κληρίδη να τονίζει πως είναι αναγκαία η δημιουργία σχολής ή πανεπιστημίου δικαστών από το οποίο να αποφοιτούν οι εν δυνάμει δικαστές. Πρότεινε επίσης την εξέταση του ενδεχομένου συνεργασίας με τα πανεπιστήμια ώστε οι υποψήφιοι να πρέπει προηγουμένως να επιτυγχάνουν σε μία ανεξάρτητη εξέταση, όπως γίνεται στην Ελλάδα, καθώς το σημερινό σύστημα περιλαμβάνει μόνο προφορικές συνεντεύξεις και αξιολόγηση των υφιστάμενων προσόντων των υποψηφίων. Όπως διευκρινίστηκε, η σχολή δικαστών που υπάρχει σήμερα, ουσιαστικά αποτελεί ένα βήμα μέσω του οποίου οι δικαστές ενημερώνονται από άλλους δικαστές για διάφορα ζητήματα.
Σε σχέση με τους διορισμούς και τις προαγωγές δικαστών, κατά τη διάρκεια του Συμποσίου δόθηκαν και κάποια παραδείγματα από άλλες χώρες. Όπως στην υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ Αλβανία, όπου έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις και για τα Ανώτατα Δικαστικά σώματα μπορούν να αιτηθούν διορισμό κι άτομα από τον ιδιωτικό τομέα αλλά με διαφορετικά κριτήρια από τους υφιστάμενους δικαστές.
Στο πλαίσιο του Συμποσίου, παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα έρευνας γνώμης για την κυπριακή δικαιοσύνη και το δικαστικό σύστημα. Τα αποτελέσματα ήταν ξανά αποκαρδιωτικά αποδεικνύοντας πως ακόμα πρέπει να γίνουν πολλά. Στόχος του Συμποσίου δεν είναι η άσκηση στείρας κριτικής αλλά να φέρει στο ίδιο βήμα όλους τους φορείς του συστήματος δικαιοσύνης για ουσιαστικές και εποικοδομητικές συζητήσεις. Γι’ αυτό και ευελπιστούμε πως στο 4ο Συμπόσιο θα έχουμε μαζί μας και εκπροσώπους από τη Δικαστική Υπηρεσία.