«Οι άνθρωποι κλέβουν έργα τέχνης για τον ίδιο λόγο που κλέβουν αυτοκίνητα. Οι κακοποιοί δεν κλέβουν πίνακες επειδή θέλουν να τους κρεμάσουν στον τοίχο. Αυτό το είδος κλοπής για την απόκτηση κύρους, δεν το έχω δει. Είναι συνήθως για τα χρήματα»: Με την παραπάνω δήλωση η Ολλανδή εισαγγελέας Ούρσουλα Γουίτσελ, ιδιαίτερα έμπειρη τέτοιες υποθέσεις σκιαγραφεί το προφίλ των ατόμων που εμπλέκονται σε κλοπές έργων τέχνης στην πολυπληθή κατηγορία των οποίων προστέθηκε πλέον και ο 49χρονος καθ’ ομολογίαν διαρρήκτης της Εθνικής Πινακοθήκης και των δύο πολύτιμων έργων του Πικάσο και του Μοντριάν που ετοιμάζονται πλέον να κρεμαστούν ξανά, εκεί όπου ανήκουν.

Η πολύτιμη εμπειρία της Γουίτσελ σε συνδυασμό με την βεβαιότητα του επίσης ειδικού Ολλανδού ντεντέκτιβ Άρθουρ Μπραντ, γνωστού και ως «Ιντιάνα Τζόουνς των έργων τέχνης, ότι «οι κλέφτες βρίσκουν αγοραστές μόνο στον υπόκοσμο και η πώληση γίνεται για πολύ λιγότερο από την πραγματική αξία των έργων», καθιστά δύσπιστη την κοινή γνώμη απέναντι στον ισχυρισμό του ελαιοχρωματιστή φιλότεχνου διαρρήκτη με το αριστοκρατικό στυλ πως δεν σκόπευε να πουλήσει τα τρία έργα που αριστοτεχνικά απέσπάσε από την Εθνική Πινακοθήκη τον Ιανουάριο του 2012, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς.

Βέβαια όσοι χειρίζονται επί σειρά ετών τέτοιες υποθέσεις διαχωρίζουν τα κίνητρα των δραστών σε τρεις βασικές κατηγορίες: οικονομικά, που αντιστοιχούν στις περισσότερες περιπτώσεις, ανεξήγητους προσωπικούς λόγους και πολιτικούς σκοπούς. Ας δούμε λοιπόν τι ήταν αυτό που οδήγησε κάποιους από τους διασημότερους διαρρήκτες έργων τέχνης στις πολυσυζητημένες κλοπές που διέπραξαν και ποιο ήταν το προφίλ τους.

Ο Ιταλός «πατριώτης» που έκλεψε τη «Μόνα Λίζα» από το Λούβρο

Ξεκινάμε με Βιντσέντζο Περούτζια το όνομα του οποίου συνδέθηκε άρρηκτα με την πλέον ιστορική κλοπή στον χώρο της παγκόσμιας τέχνης, αυτή της εμβληματικής «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Το ημερολόγιο έδειχνε 21 Αυγούστου 1911 όταν έγινε αντιληπτό από τον ζωγράφο Λουί Μπερού πως ο τοίχος του Μουσείου του Λούρβου όπου ήταν κρεμιασμένος πίνακας της «Τζοκόντας» ήταν κενός. Το περιστατικό δημιουργεί πανικό, θέτει το μουσείο σε κατάσταση συναγερμού και προκαλεί μεγάλη θλίψη στους Γάλλους φιλότεχνους, κάποιου από τους οποίους ξεσπούν σε κλάματα κάθε φορά που περνούν από τον άδειο τοίχο που φιλοξενούσε το έργο.

Όπως αποδείχτηκε τελικά ο δράστης δεν ήταν κάποιος κοινός διαρρήκτης αλλά ένας εργαζόμενος του Λούβρου, ένας Ιταλός πατριώτης, όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του, που πίστευε πως ο πίνακας ανήκει στην πατρίδα του δημιουργού του, δηλαδή την Ιταλία. Κρύφτηκε λοιπόν ένα απόγευμα σε μια ντουλάπα του μουσείου και μόλις έπεσε το σκοτάδι το έσκασε με τον πίνακα κρυμμένο μέσα στο παλτό του. Δύο ολόκληρα χρόνια έκρυβε το πανάκριβο έργο τέχνης στο σπίτι του μέχρι που συνελήφθη από τις αρχές όταν επιχείρησε να το πουλήσει στην Πινακοθήκη της Φλωρεντίας. Παρότι η αρχική ποινή του ήταν πολυετή κάθειρξη, τελικά έμεινε στη φυλακή μόλις επτά μήνες καθώς τού αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της νοητικής στέρησης.

Ο συνεργάτης του Χίτλερ

Στο μεταξύ την σφραγίδα του Χίτλερ και της ναζιστικής ιδεολογίας του που έτρεφε κανέναν απολύτως σεβασμό για την αξία της τέχνης είχαν οι πολυάριθμες κλοπές έργων που είχε διαπράξει ο διαβόητος Μπρούνο Λόσε, κυρίως στο Παρίσι, κατά την διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Πιο συγκριμένο ο Λόσε είχε αναλάβει την επίβλεψη της συστηματικής κλοπής και διανομής των έργων τέχνης που αποσπούσαν οι Ναζί από του Γαλλοεβραίους κατά κύριο λόγο. Αν και τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να αποτινάξει από πάνω του την σύνδεσή του με τους Ναζί, η συνήθειά του να χρησιμοποιεί τα έργα τέχνης ως μέσο υψηλών χρηματικών συναλλαγών συνεχίστηκε στις ΗΠΑ. Είχε φροντίσει, βλέπετε, να δημιουργήσει από τα κλεμμένα, μια πολύ μεγάλη προσωπική συλλογή, κομμάτια της οποία βρίσκονταν στο σπίτι τους αλλά και σε τραπεζικές θυρίδες.

Ο διαρρήκτης – τζέντλεμαν που ξεγέλασε τη Μαφία

Ο Βιεννέζος Βιντσέντσο Πιπίνο είναι ο άνθρωπος που κατάφερε να διαπράξει περισσότερες από 3.000 κλοπές σε μουσεία, γκαλερί, τράπεζες και ιδιωτικές συλλογές και 50 ληστείες σε κοσμηματοπωλεία ολόκληρου του κόσμου. Από τις πλέον περιβόητες διαρρήξεις του είναι αυτή που πραγματοποίησε το 1991, στο Παλάτι των Δόγηδων της Βενετίας, με λεία ένα ιστορικό θρησκευτικό κειμήλιο 16ου αιώνα που λειτουργούσε ως υπόμνηση στη θεϊκή δύναμη των αριστοκρατών, τον πίνακα «Madonna con Bambinο». Κι ενώ τον έκλεψε για να τον παραδώσει στη Μαφία, η οποία τον είχε στρατολογήσει εξαιτίας των.. υψηλών ικανοτήτων του, λίγο αργότερα έστησε μια ολόκληρη πλεκτάνη προκειμένου να ξεγελάσει τους μαφιόζους και να επιστρέψει το έργο εκεί όπου ανήκε.

Η αλήθεια είναι πως η φυσιογνωμία και οι τακτικές του Βιντσέντσο Πιπίνο παρέπεμπαν περισσότερο σε πρωταγωνιστή ταινίας δράσης. Απεχθανίταν τη βία, δεν χρησιμοποίησε ποτέ όπλα, οι περισσότερες από τις ληστείες του γίνονταν στην προσπάθειά του να περάσει κάποιο κοινωνικό μήνυμα ενώ φρόντιζε τα έργα τέχνης που έκλεβε να μην βγουν ποτέ εκτός συνόρων. Αυτός ήταν και ο λόγος που συχνά τα μεταπωλούσε στους ιδιοκτήτες του, έναντι υψηλότατου τιμήματος βεβαίως ή έκανε συμφωνίες με τις αστυνομικές αρχές εξασφαλίζοντας διάφορα προσωπικά προνόμια. Τα θύματά του μάλιστα είχαν να λένε για την νοικοκιροσύνη του μιας και συνήθως φρόντιζε να τα αφήνει όλα στην εντέλεια πριν εξαφανιστεί με τα κλοπιμαία!

Ο φιλότεχνος κλέφτης με την εμμονή στα έργα του Βαν Γκονγκ

Επαγγελματίας ληστής με αρκετά χτυπήματα στο ενεργητικό του ο Όκτάβ Ντάραμ έκανε το ντεμπούτο του στον χώρο της τέχνης το 2002 όταν έκλεψε δύο πίνακες του Βαν Γκονγκ, την «Έξοδο από την εκκλησία της Νουνέν» (1884) και την «Άποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν» (1882) από το ομώνυμο Μουσείο που βρίσκεται στο Άμστερνταμ. Έμπειρος στις κλοπές παρατήρησε πως ένα παράθυρο του μουσείου ήταν πολύ εύκολο να παραβιαστεί και αποφάσισε να το κάνει ο ίδιος. Ένα χρόνο αργότερα θα συλληφθεί στην Ισπανία, μιας η αστυνομία είχε ταυτοποιήσει το DNA του από ένα καπέλο που βρέθηκε στο μουσείο, αρνείται, ωστόσο, πεισματικά να απολαλύψει που έχει κρύψει τους πίνακες οι οποίοι τελικά βρέθηκαν 14 ολόκληρα χρόνια μετά κάπου στην Ιταλία.

Ο λόγος που ο ίδιος γοητεύτηκε από τη δράση των διαρρήξεων ήταν ένας Ολλανδός κακοποιός που ζούσε στη γειτονιά του και είχε επίσης κλέψει έργα του Βαν Γκογκ τα οποία είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει ως αντάλλαγμα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα σοβαρά θέματα που είχε με την δικαιοσύνη εξαιτίας της εμπλοκής του σε εμπόριο ναρκωτικών.

Ο Ντάραμ πάλι προσπάθησε να πουλήσει σε άτομα του υποκόσμου τους πίνακες που είχε κλέψει το γεγονός όμως ότι οι επίδοξοι αγοραστές δολοφονήθηκαν λίγο πριν το κλείσιμο της συμφωνίας τον έκαναν να πιστεύει πως πρόκειται για καταραμένα έργα που έπρεπε το συντομότερο να φύγουν τα χέρια του. Τελικά κατέληξαν στα χέρια ενός Ιταλού μαφιόζου που διακινούσε ναρκωτικά ο οποίος τους έκρυψε στους τοίχους του σπιτιού της μητέρας του όπου τελικά τους ανακάλυψαν οι αστυνομικοί.

Στη συνέχεια ο βαθιά θρησκευόμενος, όπως ο ίδιος έχει αποκαλύψει Όκταβ Ντάραμ, θα εγκαταλείψει τα σκοτεινά μονοπάτια της παρανομίας, θα δηλώσει μετανιωμένος για τις πράξεις του και θα παραδεχτεί δημοσίως πως «Η κλοπή έργων τέχνης δεν είναι σαν να κλέβεις τράπεζα γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν πολύ την τέχνη και πληγώνονται». Πηγή protothema.gr

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter