Μια ιστορία για δύο Ευρώπες: η μία του 1952 και η άλλη του 2022. Οι διαφορές είναι σημαντικές, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που θα φανταζόταν κάποιος όταν πέθανε ο Γεώργιος ΣΤ’ και τον διαδέχθηκε η νεαρή κόρη του…
Ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ, που παρέμεινε 70 χρόνια στον θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, θύμισε πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος μας αυτές τις δεκαετίες και ιδιαίτερα οι συνθήκες στη Γηραιά Ηπειρο. Είναι η ιστορία από δύο Ευρώπες: η μία εκείνη του 1952 και η άλλη εκείνη του 2022. Οι διαφορές είναι σημαντικές, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που θα φανταζόταν κάποιος όταν πέθανε ο Γεώργιος ΣΤ’ και τον διαδέχθηκε η Ελισάβετ τον Φεβρουάριο του 1952 – τότε βασίλισσα 32 ανεξάρτητων κρατών, αλλά στον θάνατό της μόλις 15 κρατών.
Το 1952 η Ευρώπη χωριζόταν από το Σιδηρούν Παραπέτασμα – από τη μία οι δημοκρατικές χώρες της Δύσης και από την άλλη οι κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Σήμερα είναι κάτι άλλο: ενωμένες και πάλι. Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια Ευρώπη που κυβερνούνταν αποκλειστικά από άνδρες που είχαν γεννηθεί τον 19ο αιώνα, άνδρες που ήταν ήδη ενήλικοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που επέζησαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα οι ηγέτες είναι άνδρες και γυναίκες – ακόμα κυρίως άνδρες – που δεν έχουν γνωρίσει πολέμους, δεν έχουν υπηρετήσει καν στρατιωτική θητεία και πολλοί δεν ξέρουν τι σημαίνει να ζεις σε δικτατορία.
Στην Ευρώπη, πριν από 70 χρόνια, γράφει η ισπανική εφημερίδα «El Pais», τα ερείπια των βομβαρδισμών ήταν ακόμη ορατά, αλλά η οικονομική δυναμική ήταν τεράστια, επιτρέποντας σε όλους να κοιτούν το μέλλον με αισιοδοξία. Η σημερινή Ευρώπη είναι πιο πλούσια, με περισσότερη κοινωνική προστασία, με ελευθερία και περισσότερα δικαιώματα για άνδρες, γυναίκες και μειονότητες, αλλά είναι μια ήπειρος στην οποία οι ανισότητες και η οικονομική κρίση του 2008 έχουν υπονομεύσει την πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον. Είναι μια Ευρώπη στην οποία ο πόλεμος επέστρεψε και στην οποία λέξεις όπως έλεγχος τιμών ή δελτίο – κάτι που ήταν συνηθισμένο πριν από 70 χρόνια – έχουν αρχίσει να ακούγονται ξανά.
«Το 1952, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η ελπίδα», εξηγεί ο Ντομινίκ Μοϊσί, πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας του βιβλίου «Η γεωπολιτική του συναισθήματος». «Σήμερα είναι ο φόβος». Η Ευρώπη ήταν αντικειμενικά χειρότερη τότε, αλλά έβγαζε το κεφάλι της από το νερό έπειτα από αυτό που ο Μοϊσί αποκαλεί «τριάντα χρόνια εμφύλιου πολέμου», συμπεριλαμβανομένων και των δύο παγκόσμιων πολέμων. Οι Ευρωπαίοι ζουν απείρως καλύτερα τώρα, αλλά ένας διάχυτος φόβος κατάρρευσης εξαπλώνεται: κλιματικές, οικονομικές, στρατιωτικές απειλές.
«Η Ευρώπη τότε», παρατηρεί η γαλλίδα κοινωνιολόγος Ντομινίκ Σναπέρ, «είχε ακόμα την ψευδαίσθηση ότι ήταν ένας σημαντικός παίκτης στην πορεία του κόσμου. Σήμερα η Ευρώπη είναι μια περιοχή σε παρακμή, εναντίον της οποίας βάλλει ο υπόλοιπος κόσμος». Το πρόβλημα, προσθέτει, «είναι πιο σοβαρό στο Ηνωμένο Βασίλειο παρά στην ηπειρωτική Ευρώπη, επειδή στη βρετανική κουλτούρα έπαιξε τεράστιο ρόλο η ιδέα της νίκης στον πόλεμο και του ηρωισμού του 1940. Η εικόνα αυτή έχει ξεπεραστεί σήμερα, αλλά τους έχει χρησιμεύσει για να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση».
«Tο παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί». Ετσι ξεκινούσε το βιβλίο «Ο μεσάζων» (στα ελληνικά από τις εκδ. Καστανιώτη, μτφ. Τόνια Κοβαλένκο), ένα αγγλικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1953, όταν γιορτάστηκε η στέψη της Ελισάβετ. Ο συγγραφέας Λ.Π. Χάρτλεϊ μιλούσε για την παιδική του ηλικία στις αρχές του 20ού αιώνα. Αξίζει όμως να κοιτάξει κάποιος τις αφηγήσεις της περιόδου κατά την οποία η Ελισάβετ ανέβηκε στον θρόνο για να ανακαλύψει την αμφιθυμία της στιγμής: ανάμεσα στις κακουχίες του φαίνονταν και τα πρώτα σημάδια του οικονομικού θαύματος στις δυτικές δημοκρατίες.
«Το κύριο μέλημα των περισσότερων ανθρώπων όλων των ηλικιών στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν να αρκεστούν σε αυτό που είχαν», έγραψε ο ιστορικός Τόνι Τζαντ στο βιβλίο «Μεταπολεμικά: η ιστορία της Ευρώπης μετά το 1945». Ο Τζαντ εξηγεί ότι το 1950 στη Δυτική Γερμανία – που επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στο οικονομικό θαύμα – 17 από τα 47 εκατομμύρια κάτοικοι κατατάσσονταν στην κατηγορία των «απόρων», επειδή δεν είχαν πού να ζήσουν.
«Στη Βρετανία, η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε περισσότερο» από ό,τι σε άλλες βιομηχανικές δημοκρατίες, εξηγεί. Και στην περίπτωση του κρέατος και άλλων τροφίμων κράτησε μέχρι το 1954, «αν και ανεστάλη προσωρινά για τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ τον Ιούνιο του 1953, όταν σε όλους δόθηκαν ένα επιπλέον κιλό ζάχαρη και τέσσερις ουγγιές μαργαρίνη».
Ηταν ένας κόσμος, συνεχίζει ο Τζαντ, που απεικονιζόταν στον νεορεαλιστικό κινηματογράφο στην Ιταλία ή στις αγγλικές κωμωδίες, όπως το «Passport to Pimlico»: οικογενειακά δράματα, αλητάκια, κατεστραμμένες πόλεις. Ηταν όμως και ένας κόσμος που γύριζε σελίδα στον πόλεμο και στις κακουχίες. Το σύνθημα ήταν: ξεχάστε και ξαναχτίστε. Το 1952 ήταν η χρονιά κατά την οποία τερματίστηκε το Σχέδιο Μάρσαλ, το κολοσσιαίο και αποτελεσματικό σχέδιο οικονομικής βοήθειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ευρώπη.
Το Σχέδιο, σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε εκείνη τη χρονιά στο περιοδικό «Foreign Affairs», είχε «εντυπωσιακά θετικά επιτεύγματα, άνευ προηγουμένου στην Ιστορία». Στα τέλη του 1951, ο οικονομολόγος Τζον Ουίλιαμς υπενθύμισε στο άρθρο ότι η βιομηχανική παραγωγή στη Δυτική Ευρώπη ήταν κατά 41% υψηλότερη από ό,τι πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγροτική παραγωγή κατά 9% και το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είχε αυξηθεί κατά 25% τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια και ξεπερνούσε το προπολεμικό όριο κατά 15%.
Ηταν τότε που η Ευρώπη και η Δύση δημιούργησαν τους θεσμούς οι οποίοι θα δομούσαν τον πλανήτη τις επόμενες δεκαετίες: από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έως το ΝΑΤΟ. Και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: το 1952 ήταν το έτος έναρξης ισχύος της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα, του εμβρύου της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας. Η είδηση της συνθήκης μοιράστηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1952 το εξώφυλλο της εφημερίδας «Le Monde» με τη νέα βασίλισσα Ελισάβετ. Το έμβρυο της μη συνειδητοποιημένης Ευρώπης της άμυνας στη συνέχεια πέθανε λόγω του γαλλικού βέτο.
Υπήρχε, φυσικά, και η άλλη Ευρώπη, «μια Δύση απαχθείσα», όπως θα την αποκαλούσε ο τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, χρόνια αργότερα. Οταν η Ελισάβετ έγινε μονάρχης, ο Στάλιν κυβερνούσε ακόμα με σιδηρά πυγμή. Ο Τζαντ τεκμηριώνει ότι το 1952 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν κλεισμένοι σε σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας, 800.000 σε «αποικίες εργασίας» και 2,7 εκατομμύρια σε «ειδικούς οικισμούς». Στην Τσεχοσλοβακία, από έναν πληθυσμό 13 εκατομμυρίων, οι 100.000 ήταν πολιτικοί κρατούμενοι.
Θα περνούσαν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες για να καταρρεύσει το σοβιετικό μπλοκ και να επανενωθεί η Ευρώπη. Νωρίτερα, η βρετανική και η γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία είχαν διαλυθεί. Οι δυτικές κοινωνίες γνώρισαν χρόνια οικονομικής άνθησης. Η νεολαία αναδείχθηκε ως παράγοντας της καταναλωτικής κοινωνίας, της λαϊκής κουλτούρας και της πολιτικής το 1968. Σταδιακά, οι κοινωνίες έγιναν πολυπολιτισμικές και οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι κατέκτησαν δικαιώματα και ελευθερίες που έμοιαζαν με επιστημονική φαντασία το 1952. Και η Ευρώπη, παρά το χτύπημα της κρίσης και παρά το Brexit, προχώρησε προς την ολοκλήρωσή της.
Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, μιλώντας στη «Liberation», δίνει τη σύνοψη των τελευταίων ετών: «Βγήκαμε από μια δεκαετία με μια σειρά κρίσεων και ένα κοινό συμπέρασμα: δεν υπάρχει πλέον ρύθμιση του κόσμου. Μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου υπήρχε τρόπος να εξισορροπηθεί ο τρόμος. Μετά ήρθε η αμερικανική υπερδύναμη. Αλλά, ξεκινώντας το 2012, σφυρηλατήθηκε μια συμμαχία μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Την ίδια ώρα, και μετά τις απογοητεύσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, οι ΗΠΑ αποσύρονται από το προσκήνιο. Και μπαίνουν άλλοι: Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία. Η ιδέα ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου οι δημοκρατίες που κέρδισαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα προχωρούσαν απαρέγκλιτα, αποκαλύφθηκε ότι ήταν μια ψευδαίσθηση». ΠΗΓΗ