Η Ευρώπη σε αναζήτηση ισορροπίας 

 

Η μείωση του καπνίσματος τσιγάρου αποτελεί διαχρονικό στόχο για τις ευρωπαϊκές πολιτικές δημόσιας υγείας. Από τη δεκαετία του ’90, η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίστηκε σε περιορισμούς και απαγορεύσεις,  ενημερωτικές καμπάνιες και φορολογικά αντικίνητρα, με σκοπό τον περιορισμό της ζήτησης. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η ραγδαία είσοδος εναλλακτικών προϊόντων καπνού και νικοτίνης, όπως τα ηλεκτρονικά τσιγάρα και τα προϊόντα θέρμανσης καπνού, έχει μεταβάλλει ριζικά το τοπίο της αντικαπνιστικής πολιτικής.

Η τεχνολογία εξελίσσεται ταχύτερα από τη νομοθεσία, και το ρυθμιστικό πλαίσιο καλείται να απαντήσει σε δύσκολα ερωτήματα: Πώς διαχειρίζεσαι την καινοτομία όταν αφορά εθιστικές ουσίες, όπως η νικοτίνη; Πώς εξισορροπείς τη δημόσια υγεία, την επιστημονική τεκμηρίωση και το δικαίωμα του καταναλωτή στην ενημέρωση και την επιλογή;

Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει φιλόδοξους στόχους για τη μείωση του καπνίσματος τσιγάρου, το ερώτημα δεν είναι πλέον κατά πόσον είναι αναγκαία η στρατηγική μείωσης της βλάβης, αλλά πώς αυτή θα υλοποιηθεί και με ποιες ρυθμιστικές προϋποθέσεις.

Διαφορετικοί κανόνες, κοινός στόχος: Η ρυθμιστική πρόκληση της ΕΕ

Η τρέχουσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από έντονη ανομοιομορφία: από πλήρεις απαγορεύσεις μέχρι απόλυτη ελευθερία κυκλοφορίας. Ορισμένα κράτη μέλη θεωρούν τα προϊόντα δυνητικά μειωμένου κινδύνου ως ιατροφαρμακευτικά σκευάσματα, άλλα ως καταναλωτικά αγαθά ενώ άλλα τα εντάσσουν στα καπνικά προϊόντα. Το παράδοξο είναι πως όλα επικαλούνται «επιστημονική τεκμηρίωση», παρότι οι ερμηνείες διαφέρουν ριζικά.

Το πρόσφατο webinar της Διεθνούς Οργάνωσης για τον Έλεγχο του Καπνίσματος και τη Μείωση της Βλάβης (SCOHRE), με τίτλο «Το Εξελισσόμενο Ρυθμιστικό Τοπίο στην ΕΕ: Ευκαιρίες και Προκλήσεις», ανέδειξε τις σημαντικές  ρυθμιστικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τρόπος ρύθμισης  για τα ίδια προϊόντα κυμαίνεται από απόλυτες απαγορεύσεις και περιορισμούς στη γεύση ή στην περιεκτικότητα σε νικοτίνη, μέχρι ελεύθερη διάθεση στην αγορά – και όλα αυτά στο όνομα της «επιστημονικής τεκμηρίωσης».

Ο Karl Erik Lund, Ph.D., Senior Researcher στο Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας της Νορβηγίας και συντονιστής του σεμιναρίου, ανέλυσε την ψυχολογία των χρηστών προϊόντων νικοτίνης, χωρίζοντάς τους σε τρεις βασικές κατηγορίες: όσους αναζητούν αφορμές για διακοπή, τους αμφίθυμους και τους συνειδητοποιημένους αλλά αδιάφορους απέναντι στις προειδοποιήσεις. Το συμπέρασμά του ήταν σαφές: οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις δεν έχουν το ίδιο αποτέλεσμα σε κάθε ομάδα. Συχνά προκαλούν αντίδραση και αποξένωση από την προσπάθεια δημόσιας υγείας, ειδικά όταν οι καταναλωτές έχουν ήδη συμμορφωθεί με βασικούς κανόνες υπευθυνότητας.

Παράλληλα, προειδοποίησε για τον κίνδυνο μετάθεσης του σκοπού των πολιτικών δημόσιας υγείας, από τη «μείωση του καπνίσματος» στην «εξάλειψη της νικοτίνης». Ένα φαινόμενο γνωστό ως mission creep, το οποίο ενδέχεται να υπονομεύσει τη λογική της μείωσης της βλάβης.

Η φωνή του καταναλωτή: πρόσβαση, δικαίωμα επιλογής, τεκμηρίωση

Ο Damian Sweeney, Πρόεδρος της New Nicotine Alliance Ireland, μιας ένωσης υπεράσπισης των καταναλωτών και μέλος του ETHRA, μιας ανεξάρτητης οργάνωσης-ομπρέλας με μέλη οργανώσεις καταναλωτών,  έδωσε έμφαση στην ανάγκη πολιτικών που προσφέρουν λύσεις, όχι απαγορεύσεις. Τόνισε πως οι καταναλωτές που θέλουν να διακόψουν το κάπνισμα τσιγάρου χρειάζονται πρόσβαση σε αποτελεσματικά, δυνητικά λιγότερο βλαβερά προϊόντα,  χωρίς οι ρυθμιστικές αρχές να τους οδηγούν άθελά τους πίσω στο συμβατικό τσιγάρο ή στην παράνομη αγορά. Η πολυμορφία των διαθέσιμων προϊόντων είναι κρίσιμη, καθώς, όπως είπε, «δεν υπάρχει μία λύση που να ταιριάζει σε όλους». Η δυνατότητα δοκιμής διαφορετικών προϊόντων είναι συχνά ο παράγοντας επιτυχίας στην προσπάθεια διακοπής του τσιγάρου. Παράλληλα, οι υπερβολικές απαγορεύσεις οδηγούν σε απώλεια εσόδων, ενίσχυση της παραοικονομίας και έκθεση των πολιτών σε μη ελεγχόμενα προϊόντα.

Η φωνή της επιστήμης: λιγότερη βλάβη, περισσότερη λογική

Ο Clive Bates, Διευθυντής του Counterfactual, ενός συμβουλευτικού φορέα για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, ενέργειας και δημόσιας υγείας, με επίκεντρο τη μείωση της βλάβης,  έθεσε το ζήτημα σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσταση: με 700.000 θανάτους ετησίως στην ΕΕ εξαιτίας του καπνίσματος τσιγάρου, η επείγουσα ανάγκη για ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες πολιτικές είναι αδιαμφισβήτητη. Υπενθύμισε ότι η νικοτίνη από μόνη της δεν είναι ο κύριος εχθρός – είναι η καύση του καπνού που δημιουργεί τις πιο σοβαρές βλάβες.

Η Σουηδία αποτέλεσε παράδειγμα καλής πρακτικής, έχοντας επιτύχει τα χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος τσιγάρου στην ΕΕ χάρη στη χρήση του SNUS. Παρ’ όλα αυτά, το προϊόν παραμένει απαγορευμένο στην υπόλοιπη Ένωση, αφήνοντας εκατομμύρια καπνιστές τσιγάρου χωρίς πρόσβαση σε μια αποδεδειγμένα αποτελεσματική εναλλακτική.

Ο Bates έκλεισε με μια πεντάδα προτάσεων για τον επανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής πολιτικής:

  1. Αναθεώρηση της στάσης απέναντι στη νικοτίνη με στόχο τη μείωση της βλάβης.
  2. Καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου.
  3. Πολιτικές που στηρίζονται στη συναίνεση, όχι στον εξαναγκασμό.
  4. Προστασία των νέων με έξυπνα και στοχευμένα μέτρα.
  5. Ενσωμάτωση της πραγματικότητας του ψηφιακού και διασυνοριακού εμπορίου στη ρύθμιση.
Μια νέα πολιτική ατζέντα για την Ευρώπη

Ο Clive Bates, Διευθυντής του Counterfactual, ενός συμβουλευτικού φορέα για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, ενέργειας και δημόσιας υγείας, με επίκεντρο τη μείωση της βλάβης, ανέλυσε γιατί  οι στόχοι της ΕΕ για μείωση του καπνίσματος τσιγάρου στο 5% το 2040, με ενδιάμεσο στόχο το 20% το 2025 δεν φαίνεται να επιτυγχάνονται αφού το ποσοστό σήμερα βρίσκεται γύρω στο 24%.

Η νέα Οδηγία της ΕΕ σύμφωνα με τον καθηγητή, πρέπει να περιλαμβάνει:

  • Αναλογική φορολόγηση: λιγότερη βλάβη, μικρότερος φόρος.
  • Διαφάνεια και έλεγχο στη διανομή εναλλακτικών προϊόντων.
  • Ρεαλιστικά μέτρα για τη νεολαία, χωρίς πανικό.
  • Δραστική καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου.

Το εξελισσόμενο ρυθμιστικό τοπίο στην ΕΕ για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνού και νικοτίνης αποτελεί μια σύνθετη πρόκληση για τις αρχές δημόσιας υγείας, τους νομοθέτες και τους ίδιους τους καταναλωτές. Η πολυμορφία των προσεγγίσεων μεταξύ των κρατών μελών φανερώνει την ανάγκη για μια περισσότερο εναρμονισμένη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και ρεαλιστική πολιτική, που θα λαμβάνει υπόψη την πραγματική συμπεριφορά των χρηστών, τις δυνατότητες της τεχνολογίας και τις επιταγές της δημόσιας υγείας. Η πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι απλώς να περιορίσει τη χρήση των βλαβερών προϊόντων καπνού, αλλά να υιοθετήσει μια προσέγγιση μείωσης της βλάβης που θα διασφαλίζει την προστασία της υγείας του πληθυσμού χωρίς να αποκλείει εναλλακτικές επιλογές που μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά σε αυτό τον στόχο. Ο διάλογος που ξεκίνησε στο πλαίσιο του SCOHRE είναι μόνο η αρχή – και η συνέχεια απαιτεί θάρρος, συνεργασία και ξεκάθαρη πολιτική βούληση.

 

 

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter