Με ελπίδα αλλά και ανασφάλεια από τη συνεχιζόμενη πανδημία Covid-19, υποδέχθηκε ο πλανήτης το νέο έτος. Η εμφάνιση της νέας μετάλλαξης Όμικρον του κορωνοϊού SARS-CoV2 στη Νότια Αφρική, στα τέλη Νοεμβρίου προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στην ιατρική επιστημονική κοινότητα, με αποκορύφωμα την ταχύτατη εξάπλωσή της παγκοσμίως.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποίησε ότι η Όμικρον είναι η πιο ταχέως εξαπλούμενη μετάλλαξη του κορωνοϊού από κάθε προηγούμενη και έχει ήδη εντοπιστεί σε 85 χώρες. Η μετάλλαξη Όμικρον έφερε τσουνάμι κρουσμάτων και στην Ευρώπη, αποτελώντας πλέον το κυρίαρχο στέλεχος σε πολλές χώρες. Στην Κύπρο, το πρώτο κρούσμα της μετάλλαξης Όμικρον εντοπίστηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2021, ενώ εκτιμάται ότι περίπου το 80% των πρόσφατων κρουσμάτων της COVID-19 αποδίδεται στη μετάλλαξη ‘Όμικρον.
Το γεγονός ότι η Όμικρον είναι μία από τις πιο μεταδοτικές μεταλλάξεις, δημιούργησε εύλογα το ερώτημα κατά πόσο τα διαθέσιμα εμβόλια είναι σε θέση να θωρακίσουν αποτελεσματικά τον ανθρώπινο οργανισμό για να την αναχαιτίσει. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν ότι ο βαθμός προστασίας κατά της μετάλλαξης Όμικρον παραμένει υψηλός, παρά το γεγονός πως φαίνεται να μειώνεται σε σχέση με προηγούμενες μεταλλάξεις. Η ενισχυτική δόση (τρίτη ή και τέταρτη) του εμβολίου, όμως, μπορεί να βοηθήσει σημαντικά, καθώς από τη μια αυξάνει την ποσότητα των αντισωμάτων ενώ από την άλλη βελτιώνει την ποιότητα της απόκρισης των αντισωμάτων μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως ωρίμανση συγγένειας. Επίσης, η ενισχυτική δόση ενδυναμώνει τις αποκρίσεις των Τ-κυττάρων στη μετάλλαξη Όμικρον, γεγονός που προσθέτει ένα τρίτο επίπεδο πρόσθετης προστασίας. Κατά συνέπεια, προς το παρόν δεν υπάρχει ανάγκη για δημιουργία νέων εμβολίων ειδικά για την Όμικρον και πιθανότατα δεν θα υπάρξει ανάγκη στο μέλλον.
Διάφορες μελέτες αναφέρονται στην πιθανότητα το νέο στέλεχος του ιού να προκαλεί πιο ήπια συμπτώματα στον πληθυσμό που είναι ήδη εμβολιασμένος ή σε άτομα που έχουν ήδη νοσήσει με κορωνοϊό στο παρελθόν, καθώς επίσης εάν τα ενισχυτικά εμβόλια είναι απαραίτητα ως μέτρο για την προστασία του πληθυσμού. Tα νέα στελέχη οποιουδήποτε ιού μπορεί να είναι σοβαρότερα, λιγότερο σοβαρά ή να μην επηρεάσουν καθόλου τη σοβαρότητα της νόσου. Όμως, το εάν πρέπει κάποιος να εμβολιαστεί δεν επηρεάζεται από την παρουσία ή την απουσία νέου στελέχους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο εμβολιασμός κατά του SARS-CoV2 μειώνει την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος, τον βαθμό στον οποίο θα νοσήσει εάν μολυνθεί, ή το ενδεχόμενο να καταλήξει από την ασθένεια COVID-19. Η προστασία δεν είναι απόλυτη, αλλά ο εμβολιασμός μειώνει τον κίνδυνο σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα με την ενισχυτική δόση.
Ο εμβολιασμός παραμένει η μοναδική, μέχρι στιγμής, ασπίδα κατά του κορωνοϊού. Ως πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να υποστηρίξουμε τα επιστημονικά αποδεδειγμένα μέτρα πρόληψης, τα εγκεκριμένα εμβόλια και τα φάρμακα, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση των ποσοστών μόλυνσης και της σοβαρότητας της νόσου. Κομβικής σημασίας αποτελεί η εύκολη πρόσβαση και διενέργεια μαζικών ελέγχων του πληθυσμού αλλά και η τήρηση των πρωτοκόλλων που καθορίζει το Κράτος. Επιπλέον, η συμμόρφωση με τη χρήση προστατευτικής μάσκας, ο συχνός εξαερισμός των εσωτερικών χώρων, η κοινωνική αποστασιοποίηση όπου υπάρχει συνωστισμός, το συχνό πλύσιμο των χεριών, η άμεση ιχνηλάτηση στενών επαφών και η εξέταση συμπτωμάτων για γρήγορη ανάρρωση, συλλογικά και καθοριστικά, θα συμβάλουν στην τιθάσευση της διασποράς και στην αρχή του τέλους της πανδημίας.