«Δεν θέλουμε Κύπριους τουρίστες. Εν’ ιδιότροποι». Έχω ακούσει αυτή την έκφραση από εστιάτορες και ξενοδόχους αλλεπάλληλες φορές, τόσες πολλές μάλιστα που άρχισα να την πιστεύω. Είναι όμως αλήθεια;
Ως ένα βαθμό, ναι. Ο Κύπριος νομίζει ότι το ξενοδοχείο ή το εστιατόριο είναι το σπίτι της μάνας του, όπου πρέπει να τον τρέχουν όλοι από πίσω. Φωνάζει, γελά δυνατά, κινείται με πλήθος φίλων, συγγενών, και πραγμάτων, και το να φτάσει κάπου στην ώρα του είναι σχεδόν αδύνατο.
Από την άλλη, ο Κύπριος καταλαβαίνει τι σημαίνει φρέσκο ψάρι, όταν το λάδι στη σαλάτα είναι ηλιέλαιο, όταν το χαλούμι (εδώ γελάμε) και η φέτα είναι πολύ μακριά από το πραγματικό, και όταν ο εστιάτορας ή ο ξενοδόχος «παίζει πελλόν» όσο αφορά οργάνωση. Είναι εκείνος που αγοράζει ψάρι στα κάρβουνα, που θα καταναλώσει πολύ ποτό, και που θα έρθει ξανά και ξανά αν του αρέσει.
Πως πάμε στον τουρισμό; Το 2001 οι αφίξεις τουριστών στην Κύπρο ήταν 2.9 εκατ. και τα έσοδα σχεδόν €2.2 δισ. Το 2019 που οι αφίξεις έφτασαν τα 3.9 εκατ., τα τουριστικά έσοδα ήταν €2.6 δισ. Δηλαδή οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 34% και τα έσοδα κατά 18%. Αυτό όμως κρύβει την πραγματικότητα, γιατί αν κάνουμε αναπροσαρμογή των εσόδων με τον πληθωρισμό τότε τα πραγματικά τουριστικά έσοδα ήταν μόλις €1.9 δισ. Δηλαδή είχαμε μείωση στα πραγματικά έσοδα κατά 11%.
Από το 2000 και μετά δεν έχουμε καταφέρει να αυξήσουμε το πραγματικό εισόδημα που παράγει η τουριστική βιομηχανία, παρόλη την αύξηση στον αριθμό των τουριστών, τα αλλεπάλληλα κίνητρα, την αύξηση στους συντελεστές δόμησης, τις επιχορηγήσεις, κτλ. Αυτό οφείλεται στο ότι αποφασίσαμε να δώσουμε έμφαση στον όγκο/ αριθμό αντί στη ποιότητα, αφού δεν μας περνά το δεύτερο. Κοινώς, βάλαμε κραμπί στη σαλάτα, προσπαθούμε να την πουλήσουμε όπως πριν, δεν μας βγαίνει, και φταίνε οι άλλοι γι’ αυτό. Πόμπα πράμα.
Ένας άλλος τρόπος να το σκεφτούμε είναι ότι σε ένα νησί των 900,000 ατόμων, όπου εισάγουμε τα πάντα, δεν έχουμε νερό, έχουμε ακριβό ηλεκτρισμό, δεν σεβόμαστε το περιβάλλον, κτλ έχουμε αυξήσει τις κλίνες και τον αριθμό των αφίξεων αλλά είμαστε πίσω από εκεί που ξεκινήσαμε. Θυσιάσαμε το νησί μας και δεν έχουμε να δείξουμε κάτι γι’ αυτό, εκτός φυσικά από εξαιρέσεις όπου γίνεται πράγματι καλή και ποιοτική δουλειά.
Σημειώνω εδώ τις διάφορες αναπτύξεις που βρίσκονται υπό εξέλιξη στην περιοχή της Αλυκής Λεμεσού, όπου ήδη διαφαίνονται περιβαλλοντικά προβλήματα. Αν έστω και ένα μικρός αριθμός των ανακοινωθέντων αναπτύξεων προχωρήσει, τότε απλά οι νεότεροι θα χορεύουν στα beach-bar στο Lady’s Mile δίπλα από μια περιοχή που θα έχει καταστραφεί οικολογικά. Δεν νομίζω να τους ενδιαφέρει, αλλά είπα να το αναφέρω.
Ποιότητα και όχι ποσότητα είναι το μέλλον αυτού του νησιού. Αλλά η ποιότητα θέλει δουλειά, οργάνωση, κανόνες, επιτήρηση, στρατηγική, και όραμα. Τα πλείστα μας λείπουν, αν και γίνονται συνέχεια προσπάθειες για βελτίωση τόσο από την Κυβέρνηση, ειδικά το Υφυπουργείο Τουρισμού, αλλά και από τα οργανωμένα σύνολα των ξενοδόχων. Δυστυχώς όμως υπάρχει έντονη πίεση από αυτούς που έχουν τα καταλύματα να μην πρέπει να επενδύσουν σε αυτά και από ιδιοκτήτες γης και επενδυτές ακινήτων να «ανοίξουν» νέες περιοχές για ανάπτυξη. Πως θα καταφέρουμε να βάλουμε το συμφέρον της πατρίδας μας πάνω από το δικό μας, όταν δεν εμπιστευόμαστε την πολιτεία; Δύσκολο το εγχείρημα εκτός αν δώσουμε περισσότερη δύναμη και εφόδια στο κράτος και εκείνο μας ανταμείψει με καλύτερες υπηρεσίες και διαφάνεια. Η τεχνολογία μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο και στα δύο, άρα ελπίζουμε ότι η ψηφιοποίηση του κράτους θα μας βοηθήσει να πετύχουμε ένα καλύτερο αύριο.