Ήταν σαν ημέρα, στις 26 Νοεμβρίου 1983, όταν έγινε η ληστεία που έμεινε στην ιστορία
H μεγάλη ληστεία του Χίθροου ή αλλιώς το «μεγάλο κόλπο» που οργάνωσαν και πραγματοποίησαν έξι άτομα που πήγαν σε μια αποθήκη για να αρπάξουν 3 εκατ. βρετανικές λίρες και βρέθηκαν μπροστά σε χρυσό αξίας… 26 εκατομμυρίων λιρών.
Πώς έγινε η μεγάλη ληστεία
Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια προετοιμασίας, λίγο μετά τις 6 το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 1983, έξι πάνοπλοι κουκουλοφόροι εισβάλουν μέσα στην αποθήκη Brinks Mat, στο αεροδρόμιο του Χίθροου του Λονδίνου. Για να μην έχουν τίποτα… παρατράγουδα δε διστάζουν να περιλούσουν το προσωπικό της αποθήκης με βενζίνη, απειλώντας τους πως αν δε συμμορφωθούν στις απαιτήσεις τους, θα τους κάψουν ζωντανούς. Οι υπάλληλοι, που δε θέλουν να παίξουν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα, δίνουν στους έξι τους κωδικούς των συστημάτων ασφαλείας.
Οι ληστές οργανώνονται και σύμφωνα με τον προγραμματισμό τους θέλουν να έχουν πάρει τα 3 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας και να έχουν φύγει – το αργότερο – μέσα 10 λεπτά. Τελικά, το σχέδιό τους ανατρέπεται θεαματικά. Ψάχνοντας βρίσκονται μπροστά σε έναν αμύθητο θησαυρό. Βρίσκουν διαμάντια των οποίων η αξία ξεπερνούσε τις 100.000 λίρες και 6.800 ράβδους χρυσού, συνολικού βάρους 10 τόνων, που προορίζονταν για την Άπω Ανατολή.
Αποφασίζουν να ρισκάρουν. Να παραμείνουν παραπάνω απ’ ότι υπολόγιζαν στην αποθήκη προκειμένου να τα πάρουν όλα. Υπήρχε, ωστόσο, ένα πρακτικό πρόβλημα. Άλλο να κλέψεις 3 εκατ. λίρες Αγγλίας σε χαρτονομίσματα και άλλο 10 τόνους χρυσού! Το ρίσκο γίνεται ακόμα μεγαλύτερο όταν κάποιοι από τους ληστές φεύγουν για να πάνε να βρουν ένα μεγαλύτερο μεταφορικό μέσο.
Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες περίπου στις 8:15 το πρωί της 26ης Νοεμβρίου η «δουλειά» είχε τελειώσει. Ο χρυσός είχε φορτωθεί και οι ληστές είχαν φύγει.
Έπρεπε να περάσουν 15 λεπτά προκειμένου ένας από τους υπαλλήλους να καταφέρει να λυθεί και να ειδοποιήσει την αστυνομία. Την υπόθεση ανέβαλε η Σκότλαντ Γιάρντ οι έμπειροι αστυνομικοί της οποίας δεν άργησαν να καταλάβουν πως οι δράστες είχαν βοήθεια… από μέσα. Ο διοικητής – τότε επικεφαλής της αποκαλούμενης ομάδας ιπτάμενων της Σκότλαντ Γιάρντ – Φρανκ Κάτερ, μίλησε σε δημοσιογράφους έξω από την αποθήκη και περιέγραψε τον όγκο του χρυσού που είχε κλαπεί: «Οι πληροφορίες μου λένε ότι αν τον στοίβαζε κάποιος θα είχε το μέγεθος ενός μικρού τετράγωνου τραπεζιού», είπε.
Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας οι ληστές είχαν επικηρυχθεί και, το κυριότερο, η αστυνομία είχε ήδη καταλήξει στον βασικό ύποπτο. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον φύλακα της αποθήκης Άντονι Μπλακ ο οποίος κατά… διαβολική σύμπτωση είχε αργήσει να πάει στη δουλειά του εκείνη την ημέρα. Οι αστυνομικοί τον προσαγάγουν για «φιλική κουβεντούλα» η οποία κράτησε οκτώ ημέρες και στο τέλος ο Μπλακ είχε ομολογήσει τα πάντα.
Τους «έκαψε» η μεγάλη ζωή
Οι ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιάρντ είχαν βρει την άκρη του νήματος. Οι δράστες της μεγάλης ληστείας, ωστόσο, τους έκαναν τη ζωή ακόμα πιο εύκολη. Λίγο καιρό μετά τη ληστεία η αστυνομία συλλαμβάνει τους Μπράιαν Ρόμπινσον και Μίκι Μάκαβοϊ. Ο πρώτος ήταν γαμπρός Άντονι Μπλακ και έτσι οι αστυνομικοί είχαν και τον άνθρωπο που παρείχε την εσωτερική ενημέρωση και τον «εγκέφαλο» της ληστείας.
Ρόμπινσον και Μάκαβοϊ έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο και τράβηξαν την προσοχή της Σκότλαντ Γιάρντ. Η πολυτελέστατη ζωή που αποφάσισαν να κάνουν, τους έκαψε! Ειδικά, μάλιστα ο Μάκαβοϊ αγόρασε μια πολυτελέστατη βίλα αλλά και δυο ροτβάιλερ για τη φυλάνε. Τα ονόματά που τους έδωσε ήταν… Brinks και Mat! Αλλά οι επιτυχίες της αστυνομίας σταμάτησαν εκεί. Οι υπόλοιποι τέσσερις ληστές δε συνελήφθησαν ποτέ. Ίσως, γιατί έμαθαν από τα λάθη των άλλων!
Οι αστυνομικοί, στην πορεία του χρόνου, συνέλαβαν αρκετά ακόμα άτομα τα οποία εμπλέκονταν στο κομμάτι της κλεπταποδοχής αλλά ούτως ή άλλως αυτό ήταν δύσκολο να αποδειχθεί. Ένας από αυτούς που συνελήφθησαν ήταν ο χρυσοχόος Τζον Πάλμερ, ο οποίος συνελήφθη όταν βρέθηκε στην κατοχή του χρυσός. Ο Πάλμερ είπε πως δε γνώριζε ότι ο συγκεκριμένος χρυσός προερχόταν από τη ληστεία στο Χίθρόου και οι αστυνομικοί χωρίς να μπορούν να αποδείξουν την εμπλοκή του τον άφησαν ελεύθερο. Ο Τζον Πάλμερ δολοφονήθηκε στις 24 Ιουνίου του 2015, με πολλούς να συνδέουν το θάνατό του με την εμπλοκή του στην υπόθεση. Δεν ήταν ο μόνος. Όσοι αναμείχθηκαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στη ληστεία και τα κλοπιμαία (χρυσοχόοι, διακινητές και όσοι ανέλαβαν το «ξέπλυμα» χρήματος) κατέληξαν άγρια δολοφονημένοι. Τον Μάρτιο του 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γουένσλι Κλάρκσον, «Η Κατάρα του Brinks Mat» που αφορά τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν.
Ένας από αυτούς ήταν ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για τον Τσάρλι Γουίλσον ο οποίος ήταν μέλος της συμμορίας που έκανε τη «Μεγάλη Ληστεία Τραίνου» του 1963! Ο Γουίλσον είχε αναλάβει να «ξεπλύνει» μέρος των κλοπιμαίων της μεγάλης ληστείας του Χίθροου, αλλά έκανε ένα λάθος που κόστισε 3 εκατομμύρια λίρες στους «επενδυτές». Δολοφονήθηκε στις 23 Απριλίου του 1990, στο εξοχικό του στην Ισπανία. Ο πρώτος που είχε δολοφονηθεί ήταν ο χρυσοχόος Σόλι Ναχόουμ που είχε αναλάβει να «σπρώξει» τμήμα του χρυσού σε νόμιμες επιχειρήσεις. Δολοφονήθηκε το 1998 έξω απ’ το σπίτι του στο Λονδίνο.
Σε ό,τι αφορά τη λεία, τρεις από τους δέκα τόνους χρυσού δε βρέθηκαν ποτέ, ενώ λέγεται πως κατέληξαν στα χέρια χρυσοχόων που τις έλιωσαν και τις έκαναν κοσμήματα. Αστικοί μύθοι θέλουν όλα τα χρυσά κοσμήματα που φτιάχτηκαν στην Αγγλία από το 1983 και μετά, να προέρχονται από τη μεγάλη ληστεία του Χίθροου. «Όσοι φορούν χρυσά κοσμήματα αγορασμένα από το Ηνωμένο Βασίλειο, πιθανότατα έχουν ένα κομμάτι από τη ληστεία Brinks Mat», είχε αναφέρει σε ρεπορτάζ του το BBC ενώ ακόμα και τα Panama Papers αποκαλύπτουν πάντως πως ο χρυσός εκείνος έχει ταξιδέψει πολύ μακριά! Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1984, λιγότερο από ένα χρόνο μετά τη ληστεία, ο τραπεζικός και εμπορικός κλάδος χρυσού της Johnson Matthey (Johnson Matthey Bankers Ltd) κατέρρευσε και εξαγοράστηκε από την Τράπεζα της Αγγλίας για να προστατεύσει την ακεραιότητα του χρυσού του Λονδίνου.
Θεωρητικά η υπόθεση ακόμα και σήμερα παραμένει ανοιχτή για την αστυνομία αφού και ο χρυσός είναι άφαντος αλλά και οι περισσότεροι φυσικοί αυτουργοί. Πηγή: reader.gr