Ο δείκτης γονιμότητας σε Αγγλία και Ουαλία έπεσε σε ιστορικό χαμηλό το 2024, με τις γυναίκες να αποκτούν κατά μέσο όρο 1,41 παιδιά (από 1,94 το 2010). Στη Σκωτία η εικόνα είναι ακόμη χαμηλότερη (1,25 παιδιά ανά γυναίκα). Το ποσοστό παραμένει κάτω από το «ποσοστό αντικατάστασης» (2,1) εδώ και πάνω από 50 χρόνια, όμως ο πληθυσμός αυξάνεται λόγω μετανάστευσης.
Παρά τη μείωση της γονιμότητας, οι γεννήσεις αυξήθηκαν το 2024, καθώς ο πληθυσμός Αγγλίας και Ουαλίας αυξήθηκε κατά 700.000 σε έναν χρόνο. Το 1/3 των παιδιών γεννήθηκε από μητέρες που είχαν γεννηθεί εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, με ιδιαίτερη αύξηση στις μητέρες από τη Νότια Ασία και την Αφρική. Αντίθετα, μειώθηκαν οι γεννήσεις από μητέρες προερχόμενες από χώρες της ΕΕ μετά το Brexit.
Σύμφωνα με έρευνα του Sky News, υπάρχουν γεωγραφικές διαφοροποιήσεις: στη Λουτον, που έχει το υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας (2 παιδιά ανά γυναίκα), το 70% των γεννήσεων προήλθε από ξένες μητέρες. Στο Μπέρμιγχαμ σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση, ενώ στο Έσεξ (Maldon) η μεγαλύτερη μείωση.
Οι γεννήσεις από γυναίκες κάτω των 30 βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ. Η μέση ηλικία απόκτησης πρώτου παιδιού είναι τα 29 έτη και 5 μήνες (χαμηλότερη στη Βορειοανατολική Αγγλία, υψηλότερη στο Λονδίνο).
Αναλυτές προειδοποιούν ότι η μείωση της γονιμότητας σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού αυξάνει το οικονομικό βάρος στους εργαζόμενους, καθώς θα πρέπει να στηρίζουν ολοένα περισσότερους συνταξιούχους.