Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η νομοθετική δέσμη που δρομολογήθηκε το 2019 με στόχο να καταστήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση «κλιματικά ουδέτερη» έως το 2050, βρίσκεται ήδη σε εφαρμογή.
Ωστόσο, αυτό που ίσως δεν έχει γίνει ευρέως αντιληπτό, είναι ότι η επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας προϋποθέτει την πρόσβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μεγάλες ποσότητες κρίσιμων πρώτων υλών (ΚΠΥ) και ιδιαίτερα αυτών που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη των καθαρών τεχνολογιών.
Τα τεράστια προβλήματα που έχει προκαλέσει στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα η πανδημία, έχουν αναδείξει πιο έντονα το ζήτημα της εξάρτησης της ΕΕ από τρίτες χώρες για την εξασφάλιση των ΚΠΥ που χρειάζεται για να πετύχει την πράσινη μετάβαση.
Την ίδια ώρα, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Συνεπεία αυτών των εξελίξεων, τα τελευταία δύο χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση εστιάζει ολοένα και περισσότερο στην ενίσχυση της βιώσιμης εγχώριας προμήθειας και επεξεργασίας πρώτων υλών εντός της επικράτειάς της.
Το 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών του 2020, μαζί με ένα σχέδιο δράσης και μια μελέτη ανάλυσης των προοπτικών σχετικά με τις κρίσιμες πρώτες ύλες για τεχνολογίες και τομείς στρατηγικής σημασίας, με ορίζοντα το 2030 και το 2050.
Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η Επιτροπή δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Συμμαχία για τις πρώτες ύλες (ERMA), ένα οργανισμό που έχει ως στόχο να διασφαλίσει την βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη πρόσβαση της ΕΕ σε πρώτες ύλες από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές εντός των συνόρων της, μέσα από την εξεύρεση νέων επενδυτικών ευκαιριών.
Ένα χρόνο αργότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε, μαζί με την ομάδα εφοδιασμού πρώτων υλών (στην οποία συμμετέχουν Κράτη Μέλη, περιφερειακές αρχές, συνδικάτα, οργανισμοί της κοινωνίας των πολιτών, κοινωνικοί εταίροι και ερευνητικοί οργανισμοί), μια σειρά από μη δεσμευτικού χαρακτήρα Ευρωπαϊκές αρχές για τις βιώσιμες πρώτες ύλες.
Οι εν λόγω αρχές αφορούν στα στάδια εξόρυξης και επεξεργασίας μη ενεργειακών πρώτων υλών και ολόκληρη την αλυσίδα αξίας των μετάλλων, από το στάδιο των ερευνών μέχρι και την περίοδο μετά το κλείσιμο ενός μεταλλείου, την παραγωγή δευτερογενών πρώτων υλών από απόβλητα εξόρυξης και την επεξεργασία μεταλλευμάτων.
Οι αρχές αυτές εδράζονται σε υφιστάμενες νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιωσιμότητα και επικεντρώνονται σε μια σειρά από κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές παραμέτρους, καθώς και τις αρχές της βιώσιμης εταιρικής διακυβέρνησης.
Σε ερώτηση για τη σπουδαιότητα της συνομολόγησης αυτών των αρχών, ο κ. Μαρκ Ραχωβίδης, Πρόεδρος της Euromines, του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, και Πρόεδρος του Δ.Σ. της Venus Minerals, ανέφερε: «Η αστάθεια της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας τον περασμένο χρόνο, αρχικά ως απόρροια της πανδημίας και έπειτα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, καταδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί πλέον να εξαρτάται από τις εισαγωγές πρώτων υλών από τρίτες χώρες. Οι καινούριες αυτές αρχές δίνουν στη μεταλλευτική βιομηχανία τα εφόδια που χρειάζεται για να προχωρήσει με μεταλλευτικά έργα στην Ευρώπη, κατά τρόπο υπεύθυνο και βιώσιμο».
Όπως επεσήμανε, μολονότι υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις στο επίπεδο της Ένωσης, τα Κράτη Μέλη είναι αρκετά συγκρατημένα όσον αφορά στο άνοιγμα νέων μεταλλείων. «Αυτό οφείλεται κυρίως στην άποψη του ευρύτερου κοινού για τον τομέα. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η μετάβαση της ηπείρου στην Πράσινη Οικονομία δεν πρόκειται να γίνει κατορθωτή, εάν η Ευρώπη δεν καταφέρει να διασφαλίσει την αδιάλειπτη πρόσβασή της σε ΚΠΥ», τόνισε.
Προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, ο κ. Ραχωβίδης εξήγησε ότι «ο χαλκός αποτελεί βασικό στοιχείο των δικτύων ηλεκτροδότησης, ενώ το λίθιο, νικέλιο, κοβάλτιο, μαγγάνιο, είναι απαραίτητες ύλες για την κατασκευή μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων. Την ίδια ώρα, οι σπάνιες γαίες είναι αναγκαίες για τη δημιουργία των μόνιμων μαγνητών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα παραγωγής αιολικής ενέργειας. Δεδομένου ότι η Κίνα έχει εκ των πραγμάτων μονοπωλιακή θέση στον τομέα εξόρυξης και επεξεργασίας κρίσιμων μετάλλων, οι οικονομικές ή γεωπολιτικές κρίσεις μπορούν εύκολα να προκαλέσουν αναταράξεις στην αλυσίδα εφοδιασμού. Το ζήτημα καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό, εάν αναλογιστούμε ότι από τις 30 πρώτες ύλες που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαρακτηρίσει ως κρίσιμες, οι 19 είναι κατά κύριο λόγο εισαγόμενες από την Κίνα. Και αυτή η εξάρτηση είναι πολύ πιθανόν να ενταθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον».
Ο κ. Ραχωβίδης ανέδειξε την ανάγκη να ενισχύσει η Ευρώπη τη στρατηγική αυτονομία της. Όπως ανέφερε, αφενός είναι σημαντικό να διαφοροποιήσει τον εφοδιασμό της από τρίτες χώρες, και αφετέρου θα πρέπει να προωθήσει εγχώριες δραστηριότητες εξόρυξης και επεξεργασίας ΚΠΥ. «Για να συμβεί αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η μεταλλευτική βιομηχανία πρέπει να επιλύσουν το πρόβλημα της αποδοχής του κλάδου από το κοινό, μέσα από τη διεξαγωγή εποικοδομητικού διαλόγου με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και την κοινωνία των πολιτών», κατέληξε.