Η Κομισιόν παρουσίασε χθες τη 10η έκθεση της μεταπρογραμματικής εποπτείας για την Κύπρο και τη συμμόρφωση των κρατών μελών με τα κριτήρια ελλείμματος και χρέους της Συνθήκης.
Η εν λόγω έκθεση συνοψίζει τα κύρια πορίσματα της δέκατης αποστολής μεταπρογραμματικής εποπτείας (PPS) για την Κύπρο, η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 8 έως τις 18 Μαρτίου 2021.
Μετά την απότομη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 λόγω της πανδημίας και των επακόλουθων μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, με τον τομέα του τουρισμού να πλήττεται περισσότερο, αναμένεται σταδιακή ανάκαμψη το 2021 και το 2022. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 5,1 % το 2020. Η εγχώρια ζήτηση, με τη βοήθεια των δημοσιονομικών μέτρων, ήταν πιο ανθεκτική από την εξωτερική ζήτηση.
Ο τουρισμός σημείωσε κατακόρυφη πτώση το 2020, με τα έσοδα να μειώνονται κατά 85,4 %. Το 2021 αναμένεται συγκρατημένη ανάκαμψη, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,1 %, καθώς η νέα απαγόρευση κυκλοφορίας στις αρχές του έτους και τον Απρίλιο ανέκοψε τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, ενώ οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί αναμένεται να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως ότου επιταχυνθεί ο ρυθμός των εμβολιασμών. Το 2022, η ανάκαμψη προβλέπεται να φτάσει στο 3,8 %, κυρίως λόγω της αυξανόμενης εγχώριας ζήτησης και της μικρής θετικής συμβολής των καθαρών εξαγωγών. Το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας αναμένεται να έχει σταδιακά θετικό αντίκτυπο στην οικονομία από το τέλος του 2021 με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων και, εν τέλει, να ενισχύσει το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας μεσοπρόθεσμα. Η ανεργία αυξήθηκε ελαφρώς το 2020 σε 7,6 % από 7,1 % το 2019, χάρη σε μέτρα στήριξης του εισοδήματος για τη διατήρηση της απασχόλησης, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν εν μέρει από δάνειο στο πλαίσιο του SURE (στήριξη για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης). Το 2022 η ανεργία αναμένεται να μειωθεί σε 7,2 %. Η κατακόρυφη πτώση της εξωτερικής ζήτησης οδήγησε σε σημαντική αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από 6,3 % του ΑΕΠ το 2019 σε 11,9 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ προβλέπεται μικρή μόνο βελτίωση κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων. Αυτό αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Κύπρου. Ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός το 2020 (-1,1 %), έχοντας συρρικνωθεί λόγω των τιμών της ενέργειας, αλλά αναμένεται να αυξηθεί το 2021 και το 2022. Οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης είναι σημαντικοί, κυρίως όσον αφορά την πορεία της πανδημίας. Θετική εξέλιξη αποτελεί η ταχύτερη από το αναμενόμενο πρόοδος στην εκστρατεία εμβολιασμού της ΕΕ που θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά οφέλη στον τομέα του τουρισμού στην Κύπρο.
Ενώ οι μακροοικονομικές εξελίξεις και τα μέτρα πολιτικής ενάντια στην κρίση της COVID-19 επηρέασαν σημαντικά τα δημόσια οικονομικά της Κύπρου το 2020, η δημοσιονομική κατάσταση προβλέπεται να βελτιωθεί το 2021 και το 2022. Το 2020, αναφέρθηκε δημόσιο έλλειμμα ύψους 5,7 % του ΑΕΠ, ύστερα από το πλεόνασμα 1,5 % του ΑΕΠ το 2019. Αυτή η έντονη επιδείνωση εξηγείται από τα χαμηλότερα έσοδα της γενικής κυβέρνησης και τις υψηλότερες δαπάνες της γενικής κυβέρνησης. Τα έσοδα σημείωσαν πτώση κατά περίπου 3 % του ΑΕΠ το 2020, κυρίως λόγω της χαμηλότερης είσπραξης διαφόρων κατηγοριών φόρων, ιδίως του ΦΠΑ. Εν τω μεταξύ, οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 4,4 % του ΑΕΠ το 2020, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη θέσπιση μέτρων στήριξης για την καταπολέμηση της πανδημίας και τον μετριασμό των δυσμενών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της οικονομικής ύφεσης. Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων στήριξης ανήλθε σε 3,6 % του ΑΕΠ το 2020. Για το έτος 2021, θεσπίστηκαν πρόσθετα μέτρα με εκτιμώμενο δημοσιονομικό αντίκτυπο 3,4 % του ΑΕΠ. Ενώ ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά το 2020 σε 118,2 % του ΑΕΠ, προβλέπεται να επανέλθει σε πτωτική πορεία κατά το τρέχον έτος χάρη στην ανάκαμψη της οικονομίας, στη μείωση των ταμειακών αποθεμάτων που είχαν αυξηθεί σημαντικά το 2020 και στις βελτιωμένες δημοσιονομικές επιδόσεις. Οι δημοσιονομικές προοπτικές περιβάλλονται από σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι είναι κυρίως καθοδικοί. Ο κύριος κίνδυνος αφορά τη μελλοντική εξέλιξη της πανδημίας COVID-19 και τις δυσμενείς επιπτώσεις της στην ανάκαμψη, οι οποίες ενδέχεται να απαιτήσουν περαιτέρω δημοσιονομική στήριξη. Η συνέχιση της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι ζωτικής σημασίας και η πρόωρη απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις —ιδίως σε σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα— θα μπορούσαν να γίνουν απαιτητές, με περαιτέρω δυσμενή δημοσιονομική επίπτωση. Το υψηλότερο από το εκτιμώμενο κόστος που συνδέεται με το πρόσφατα μεταρρυθμισμένο εθνικό σύστημα υγείας θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τις δημοσιονομικές προοπτικές μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Οι τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις στον τραπεζικό τομέα. Παρά την πανδημία, το ποσοστό των ΜΕΔ μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020 (φθάνοντας το 17,7 % στο τέλος του έτους), λόγω τόσο των πωλήσεων όσο και των διαγραφών στοιχείων ενεργητικού. Οι τράπεζες διαθέτουν υψηλή ρευστότητα και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας παραμένουν σταθερά, με κάποιες διακυμάνσεις μεταξύ των τραπεζικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, η απαλλαγή από παλαιά ΜΕΔ και οι αυξημένες προβλέψεις επηρέασαν την κερδοφορία, η οποία βρισκόταν ήδη υπό πίεση πριν από την πανδημία. Περίπου το 50 % των εξυπηρετούμενων δανείων επωφελήθηκε από την πρώτη αναστολή πληρωμής δανείων —ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην ΕΕ. Ενώ οι πρώτες ενδείξεις ήταν ενθαρρυντικές μετά την άρση της αναστολής του 2020, οι προοπτικές είναι αβέβαιες όσον αφορά τις νέες εισροές ΜΕΔ. Τα παρατεταμένα οικονομικά προβλήματα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την αποπληρωμή των χρεών τους και, τελικά, να αποδυναμώσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών. Ως εκ τούτου, η οριστικοποίηση της οργανωτικής δομής του νέου Τμήματος Αφερεγγυότητας, η ψηφιοποίηση των εργαλείων του και η προώθηση των διαδικασιών αφερεγγυότητας αποτελούν σημαντικά μέτρα που πρέπει να επιταχυνθούν. Είναι επίσης σημαντικό να διατηρηθεί το πλαίσιο εκποιήσεων προκειμένου να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τη ρύθμιση των ΜΕΔ, τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και τη βελτίωση της πειθαρχίας στην αποπληρωμή οφειλών.
Στο μέλλον, το σχέδιο ΕΣΤΙΑ (το πρόγραμμα επιδότησης της κυβέρνησης για οφειλέτες με δάνεια με εμπράγματη εξασφάλιση την κύρια κατοικία) θα έχει οριακό αντίκτυπο στη στήριξη της μείωσης των ΜΕΔ λόγω της χαμηλής απορρόφησής τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι το πρόγραμμα ανέδειξε την ύπαρξη στρατηγικών κακοπληρωτών, οι αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο να συμπληρώσουν το σχέδιο ΕΣΤΙΑ με ένα πιο στοχευμένο σχέδιο για τους πλέον ευάλωτους δανειολήπτες. H ΚΕΔΙΠΕΣ, ο κρατικός φορέας που διαχειρίζεται τα κατά κύριο λόγο μη αποδοτικά περιουσιακά στοιχεία που απομένουν από την εκκαθάριση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας, βρίσκεται στα τελικά στάδια ολοκλήρωσης της συμφωνίας διαχείρισης δανείων με την Altamira, αλλά δεν έχουν ακόμη επιλυθεί ζητήματα στελέχωσης και εκκαθάρισης δεδομένων. Η λειτουργία της ΚΕΔΙΠΕΣ αντιμετωπίζει εμπόδια λόγω της πανδημίας: οι ταμειακές εισροές μειώθηκαν το 2020 σε σύγκριση με το 2019, αλλά άρχισαν να ανακάμπτουν το τελευταίο τρίμηνο του 2020. Οι αρχές σχεδιάζουν την πώληση χαρτοφυλακίου δανείων ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ και εξετάζουν το ενδεχόμενο επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της ΚΕΔΙΠΕΣ, καθιστώντας την ΚΕΔΙΠΕΣ εθνική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά και να έχει τα απαραίτητα εγγενή χαρακτηριστικά για να διασφαλίζεται η ορθή διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων σε ισότιμη βάση με τις πρακτικές των ιδιωτών επενδυτών, ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος για τους φορολογούμενους και να διασφαλίζεται η υγιής ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων. Η επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας θα εξαρτηθεί επίσης σε μεγάλο βαθμό από την εύρυθμη λειτουργία του πλαισίου αφερεγγυότητας και εκποιήσεων. Επιπλέον, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται η ΚΕΔΙΠΕΣ ενδέχεται να καθυστερήσει την επιστροφή της κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε στο πλαίσιο της εξυγίανσης της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας το 2018. Η πρόοδος είναι αργή όσον αφορά τη συγχώνευση των εποπτικών αρχών των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στελέχωσης.
Η κρατική χρηματοδότηση και η ικανότητα αποπληρωμής της Κύπρου παραμένουν υγιείς. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, η κυβέρνηση δημιούργησε ένα σημαντικό απόθεμα ασφαλείας ρευστών διαθεσίμων προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγκαία ικανότητα παρέμβασης για την καταπολέμηση της πανδημίας, τη στήριξη της οικονομίας και την αντιμετώπιση πιθανών δυσμενών σεναρίων. Η κατάσταση ρευστότητας της Κύπρου προβλέπεται ότι θα καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης του τρέχοντος έτους. Μέσω των εκδόσεων ομολόγων, η Κύπρος επέδειξε σταθερή πρόσβαση στην αγορά και ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, υποστηριζόμενη από τη διευκολυντική νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη. Με μηδενικό τοκομερίδιο, η πιο πρόσφατη διεθνής έκδοση είναι ενδεικτική (5ετής έκδοση ομολόγων αξίας 1 δισ. ευρώ, η οποία πραγματοποιήθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 2021). Όσον αφορά το μέλλον, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να μειωθούν τα επόμενα δύο χρόνια. Επιπλέον, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης και με δεδομένο ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει μέρος της συσσωρευμένης ρευστότητας για την κάλυψη των επικείμενων χρηματοδοτικών αναγκών. Ωστόσο, η Κύπρος και η δυναμική του χρέους της εξακολουθούν να επηρεάζονται από τη μεταβλητότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και τις εξωτερικές εξελίξεις.
Η επόμενη αποστολή μεταπρογραμματικής εποπτείας έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο του 2021.
Να σημειωθει ότι δεδομένων των ταξιδιωτικών περιορισμών λόγω COVID-19, η αποστολή πραγματοποιήθηκε σε εικονική μορφή, μέσω βιντεοδιασκέψεων και τηλεδιασκέψεων στις οποίες συμμετείχαν υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Τα θεσμικά όργανα πραγματοποίησαν αρκετές διαδικτυακές συναντήσεις με τις κυπριακές αρχές, τις μεγάλες τράπεζες και τις εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων. Η εν λόγω έκθεση έχει πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι συνήθως. Υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) συμμετείχαν στις διασκέψεις που αφορούσαν πτυχές σχετικές με το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης του ΕΜΣ. Συμμετείχαν επίσης υπάλληλοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο πλαίσιο του άρθρου IV.