Απαραίτητες οι νομοθετικές κι άλλες ρυθμίσεις που θα βελτιώσουν το πλαίσιο πρόληψης και αντιμετώπισής τους
Οι αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στα πρώτα στάδια έναρξης της πανδημίας Covid-19, θεωρούνται ορόσημο για την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά, αφού διαχέονταν από πρωτοφανή προληπτική εποπτική ευελιξία. Σε συνέντευξη της τον περασμένο Ιούνιο στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Elizabeth McCaul, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, αναγνώριζε εκ νέου ότι ενδεχομένως να προκύψει ένα νέο κύμα Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Κι αυτό, πάρα το γεγονός ότι ο δείκτης ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ υποχώρησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπως άλλωστε και στην Κύπρο.
Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (KTK), ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε σε 17,6% το β΄ τρίμηνο του 2021, από 27,9% στο τέλος του 2019.
H μείωση οφείλεται κυρίως σε πράξεις πώλησης πακέτων ΜΕΔ και σε λιγότερο βαθμό σε οργανική μείωσή τους. Αν και οι κυπριακές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο σε σχέση με τη μείωση των ΜΕΔ, εντούτοις, οι δείκτες ΜΕΔ παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η τελική επίδραση της πανδημίας εξακολουθεί να αποτελεί πηγή αβεβαιότητας.
Η περίοδος που διανύουμε, με τον τερματισμό των μέτρων κρατικής στήριξης κρίνεται ως ιδιαίτερα κρίσιμη. Πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη ότι, κατά κανόνα, η όποια επίδραση στα δάνεια εκδηλώνεται με χρονική υστέρηση. Ειδικά με την επικρατούσα αβεβαιότητα, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής χρόνος αλλά και το τελικό μέγεθος αύξησης των ΜΕΔ. Είναι λοιπόν σημαντικό για τα πιστωτικά ιδρύματα να εντοπιστούν εγκαίρως οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες ως προς την καταβολή των υποχρεώσεων τους. Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφερθεί από την ΕΕ, η υλοποίηση ορθά σχεδιασμένων αναδιαρθρώσεων ως απάντηση σε τέτοιες καταστάσεις αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου, το πλεονέκτημα του οποίου είναι ότι και τους δανειολήπτες βοηθά και τις ακραίες χρηματοοικονομικές επιδράσεις (cliff effects) μπορεί να αποτρέψει.
Σ’ αυτό το γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον, αναμένεται πως και ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility) της ΕΕ θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ώστε να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση του πλαισίου αφερεγγυότητας, καθώς και των δικαστικών και διοικητικών πλαισίων που σχετίζονται με την αποτελεσματική εξυγίανση των ΜΕΔ. Γι’ αυτό και είναι καθοριστικής σημασίας οι σχεδιασμοί να υλοποιηθούν, όσο δύσκολος και αν είναι ο χειρισμός, και κάποιες αποφάσεις να εφαρμοστούν. Υπενθυμίζεται ότι Σύμφωνα με το Άρθρο 24, παράγραφο 6 του Κανονισμού 2021/241 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2021 για τη θέσπιση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά την εξέταση της υποβολής του εκάστοτε αιτήματος καταβολής χρηματοδότησης διαπιστώσει ότι τα ορόσημα και οι στόχοι δεν έχουν εκπληρωθεί ικανοποιητικά, τότε αναστέλλεται η καταβολή του συνόλου ή μέρους της χρηματοδοτικής συνεισφοράς με σχετική απόφαση των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άλλωστε, στη βάση της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την πρόληψη της μελλοντικής συσσώρευσης ΜΕΔ η οποία παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2020, έχουν τεθεί διάφοροι στόχοι-μέτρα που θα πρέπει να υλοποιηθούν. Για παράδειγμα, απαιτείται από τις τράπεζες να καθορίσουν ελάχιστα επίπεδα κάλυψης ζημιών για νέο-εκδοθέντα δάνεια, υπάρχει επίσης πρόταση οδηγίας σχετικά με τους διαχειριστές πιστωτικών διευκολύνσεων, τους αγοραστές πιστώσεων και την ανάκτηση εξασφαλίσεων, καθώς και το σχέδιο στρατηγικής για τη σύσταση εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, θέμα το οποίο αναλύσαμε σε προηγούμενο άρθρο.
Το βέβαιο είναι πως για μία χώρα όπως η Κύπρος, με υψηλό ποσοστό ΜΕΔ αλλά και ιδιωτικού χρέους, θα απαιτηθούν περισσότερες και συνεχείς προσπάθειες, μαζί με στοχευμένες και ισορροπημένες αναπτυξιακές οικονομικές πολιτικές, για να επιτευχθεί μείωση των ΜΕΔ σε επίπεδα κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης.