Στα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 οι εποπτικές αρχές τροποποίησαν τους κανόνες τραπεζικής εποπτείας, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πέραν των επιπλέον κεφαλαιακών απαιτήσεων εισήγαγαν και την υποχρεωτική διατήρηση κεφαλαιακών αποθεμάτων. Άρα, η ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος υπολογίζεται από τα κεφάλαια του Πυλώνα Ι (αφορούν τον πιστωτικό κίνδυνο, τον λειτουργικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς), τα κεφάλαια του Πυλώνα ΙΙ (αφορούν οποιουσδήποτε άλλους κινδύνους πέραν των κινδύνων που περιλαμβάνονται στον Πυλώνα Ι και καθορίζονται κατά τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου του ιδρύματος) και τα κεφάλαια του κεφαλαιακού αποθέματος.
Τα κεφάλαια του Πυλώνα Ι και ΙΙ αφορούν τη μικροπροληπτική εποπτεία και σχετίζονται με τους κινδύνους της τράπεζας. Το κεφαλαιακό απόθεμα αφορά την μακροπροληπτική εποπτεία και σχετίζεται με την κατάσταση της οικονομίας και τους οικονομικούς κύκλους. Η υποχρέωση διατήρησης κεφαλαιακού αποθέματος έχει δυο στόχους. Πρώτον, να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα είναι σε θέση να απορροφήσουν ζημιές σε περιόδους κρίσεων χωρίς να χρειαστεί να παραβιάσουν το επίπεδο ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Δεύτερο, να επιτρέψει στις τράπεζες- σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων- να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη ροή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία. Για τις ευρωπαϊκές τράπεζες η εποπτική αρχή έχει εισάγει τέσσερ διαφορετικά αποθέματα ασφαλείας: (1) απόθεμα διατήρησης κεφαλαίου, (2) απόθεμα συστημικού κινδύνου, (3) απόθεμα αντικυκλικού κινδύνου και (4) απόθεμα συστημικά σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Μετά το οικονομικό σοκ που προκλήθηκε από την πανδημία του Covid-19 διαφάνηκε ότι στην πράξη τα κεφαλαιακά αποθέματα δεν λειτούργησαν όπως αρχικά αναμενόταν. Τον Μάρτιο του 2020 οι εποπτικές αρχές ανά το παγκόσμιο απελευθέρωσαν το κεφαλαιακό απόθεμα αντικυκλικού κινδύνου, προέβησαν σε μείωση άλλων κεφαλαιακών αποθεμάτων και γενικά ενθάρρυναν τις τράπεζες να χρησιμοποιήσουν εθελοντικά τα κεφαλαιακά τους αποθέματα ουσιαστικά επιτρέποντάς τους να λειτουργήσουν προσωρινά κάτω από το ελάχιστο όριο κεφαλαιακής επάρκειας. Στόχος των ενεργειών αυτών ήταν να συνεχίσει η παροχή πιστώσεων (δανείων) και να στηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα.
Η μη χρήση των κεφαλαίων
Παρά τις πιο πάνω ενέργειες των εποπτικών αρχών, διαφάνηκε ότι οι τράπεζες δεν ήταν ιδιαίτερη πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν και άρα να μειώσουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα. Αυτό πιθανόν να αποδίδεται στο γεγονός ότι την ίδια περίοδο υπήρξαν ουσιαστικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές για στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Η Επιτροπή Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία αναφέρει ότι οι τράπεζες παρουσιάζονται διστακτικές να χρησιμοποιήσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα για τρεις λόγους: στιγματισμός από τις αγορές, αβεβαιότητα για τις μελλοντικές πιστωτικές ζημιές και αβεβαιότητα σε σχέση με τις προσδοκίες των εποπτικών αρχών όσον αφορά την αποκατάσταση και επαναφορά των κεφαλαιακών αποθεμάτων στα πρότερα επίπεδα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε πρόσφατη έκθεση αναλύει τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μια τράπεζα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα κεφαλαιακά αποθέματα. Εστιάζει στις περιπτώσεις όπου η απόφαση είναι αναγκαστική και όπου αυτή λαμβάνεται εθελοντικά και οικειοθελώς. Στην πρώτη περίπτωση δεν υπάρχει καμία διακριτική ευχέρεια αφού η τράπεζα είναι αναγκασμένη να αναγνωρίσει ζημιές που καθορίζονται από ένα συνδυασμό λογιστικών, ελεγκτικών και εποπτικών πρακτικών. Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και εδώ εισέρχεται ο παράγοντας της επιλογής και της προθυμίας.
Οι τρεις παράγοντες χρήσης των κεφαλαιακών αποθεμάτων
Για να χρησιμοποιήσει μια τράπεζα τα κεφαλαιακά της αποθέματα θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τρεις παράγοντες. Πρώτον, να διαθέτει επαρκή απόθεμα πρωτοβάθμιων κεφαλαίων ώστε οποιαδήποτε μείωση στα πρωτοβάθμια κεφάλαια της τράπεζας, είτε από απορρόφηση ζημιών είτε από αύξηση του δανεισμού, να μην στερήσει τη δυνατότητα διανομής μερισμάτων λόγω παραβίασης του σχετικού ορίου που θέτει η εποπτική αρχή. Δεύτερον, να προσδοκά ότι η εποπτική αρχή θα συναινέσει στη χρησιμοποίηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων (βάσει της ύπαρξης μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων και της δυνατότητας της τράπεζας να επαναφέρει τα κεφαλαιακά αποθέματα στα καθορισμένα εποπτικά επίπεδα εντός λογικών χρονοδιαγραμμάτων). Τρίτον, να κρίνει ότι η χρήση των κεφαλαιακών αποθεμάτων θα επιφέρει μια λογική απόδοση στους μετόχους εντός ενός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος.
Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου καταδεικνύει ότι η πλειοψηφία των τραπεζών θεωρεί ότι η εθελοντική χρησιμοποίηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων δεν έχει καμία οικονομική λογική. Η προσωρινή μείωση των εποπτικών απαιτήσεων δε θεωρείται μείωση αφού οι διεθνείς αγορές αναμένουν ότι αργά ή γρήγορα η τράπεζα θα υποχρεωθεί να επαναφέρει τα κεφαλαιακά της αποθέματα στα ελάχιστα επίπεδα που καθορίζουν οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας. Άρα, οποιαδήποτε εθελοντική χρήση, και άρα μείωση των κεφαλαιακών αποθεμάτων, θα επιφέρει κεφαλαιακό έλλειμα και αρνητικές συνέπειες στην αξία της μετοχής της τράπεζας.
Συνεπώς, ακόμα και εάν μια τράπεζα θεωρεί ότι ικανοποιούνται οι δυο πρώτοι παράγοντες -διαθεσιμότητα πρωτοβάθμιων κεφαλαίων και δυνατότητα επαναφοράς των κεφαλαιακών αποθεμάτων στα καθορισμένα εποπτικά επίπεδα εντός λογικών χρονοδιαγραμμάτων- στους οποίους θα βασίσει την απόφασή της για χρησιμοποίηση των κεφαλαιακών της αποθεμάτων, αυτό θα γίνει μόνο στην περίπτωση που κρίνει ότι η αξία που θα δημιουργηθεί θα αντισταθμίσει το κεφαλαιακό έλλειμα και τους κινδύνους τους οποίους η τράπεζα και οι μέτοχοι της θα αναλάβουν.