Αυστηρότερη εποπτεία, μεγαλύτερη ασφάλεια, μεγαλύτερο κόστος

 

Η πανδημία  εντός του 2020  προκάλεσε νέες αναταράξεις και ανησυχίες στις ευρωπαϊκές Αρχές σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα της Γηραιάς Ηπείρου. Αναταράξεις οι οποίες επίσπευσαν την επαναξιολόγηση και αναβάθμιση των κανόνων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος κυρίως σε επίπεδα κεφαλαιακών απαιτήσεων. Προ μερικών ημερών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε επανεξέταση των τραπεζικών κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), τόσο της Οδηγίας όσο και του Κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Οδηγία 2013/36/EU και κανονισμός 2013/575/EU), οριστικοποιώντας ουσιαστικά την εφαρμογή της συμφωνίας «Βασιλεία ΙΙΙ» (Basel III) στην ΕΕ.

Της Νικόλ Κ. Φινοπούλου, Δικηγόρος, LLB. LLM. LPC.

Στόχος της Επιτροπής είναι οι νέοι αυτοί κανόνες να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες της ΕΕ θα καταστούν πιο ανθεκτικές σε ενδεχόμενους μελλοντικούς οικονομικούς κλυδωνισμούς, συμβάλλοντας παράλληλα στην ανάκαμψη της Ευρώπης από πρόσφατες οικονομικές  αναταραχές και στη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια Οικονομία στην Υπηρεσία των Ανθρώπων, «οι προτάσεις διασφαλίζουν την εφαρμογή των βασικών στοιχείων των διεθνών προτύπων της Βασιλείας ΙΙΙ. Αυτό είναι σημαντικό για τη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα των τραπεζών μας. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα της ΕΕ και αποφεύγουμε να αυξήσουμε σημαντικά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις».

Βέβαια, στην πράξη όλες οι τράπεζες γνωρίζουν πως οι αναθεωρημένοι κανόνες θα σημαίνουν επιπρόσθετα κεφάλαια και κόστος. Για κάποιες τράπεζες σε μικρότερο ποσοστό, για κάποιες άλλες σε μεγαλύτερο. Στην περίπτωση των κυπριακών τραπεζών, οι οποίες ακόμα παλεύουν για εξυγίανση των ισολογισμών τους από προβλήματα του παρελθόντος, οι τρεις νέες προτεινόμενες νομοθετικές προτάσεις, σίγουρα θα πρέπει να τύχουν προσεκτικής εξέτασης και αξιολόγησης ώστε να γίνει εγκαίρως αντιληπτός ο αντίκτυπος που θα προκαλέσουν και να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα το ταχύτερο δυνατό.

Αναλυτικότερα, οι τρεις προτάσεις της Επιτροπής αφορούν:

  • νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (οδηγία 2013/36/ΕΕ)·
  • νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (κανονισμός 2013/575/ΕΕ)·
  • ξεχωριστή νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις στον τομέα της εξυγίανσης (η λεγόμενη πρόταση για τις «αλυσιδωτές δομές»).

Η πρώτη πρόταση, αφορά στην εφαρμογή της συμφωνίας «Βασιλεία ΙΙΙ», της οποίας στόχος είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε οικονομικούς κλυδωνισμούς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής, λήφθηκαν «σοβαρά υπόψη οι ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα της ΕΕ, για παράδειγμα όσον αφορά τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλού κινδύνου». Στόχος της πρότασης είναι να διασφαλίσει ότι τα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων δεν υποτιμούν τους κινδύνους, εξασφαλίζοντας έτσι ότι το κεφάλαιο που απαιτείται για την κάλυψη αυτών των κινδύνων είναι επαρκές. Μπορεί η ΕΕ να δηλώνει πως επιδιώκει τη διευκόλυνση της σύγκρισης των δεικτών κεφαλαίου βάσει κινδύνου μεταξύ τραπεζών και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους συγκεκριμένους δείκτες, ωστόσο, στην πράξη το εγχείρημα μόνο εύκολο δεν θα είναι. Η Κύπρος, για παράδειγμα, η οποία ήδη διαθέτει ένα υψηλό ποσοστό Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) τα οποία διαθέτουν ακίνητα ως εξασφάλιση, προφανώς θα επηρεαστεί από την εφαρμογή αυτής της ρύθμισης. Θα πρέπει κατά την εξέταση των ΜΕΔ να  λαμβάνεται υπόψη  ότι εφαρμόζεται ειδικό σχέδιο από την κυβέρνηση για επιχορήγηση των τόκων των στεγαστικών δανείων κι ότι τα επιτόκια βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Πάντως, η Επιτροπή σημειώνει πως η πρόταση αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας, χωρίς να οδηγεί σε σημαντική αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων ενώ παράλληλα μειώνει περαιτέρω το κόστος συμμόρφωσης, ιδίως για τις μικρότερες τράπεζες, χωρίς να αποδυναμώνει τα πρότυπα προληπτικής εποπτείας.

Η δεύτερη πρόταση της Επιτροπής σχετίζεται άμεση με θέματα Βιωσιμότητας και τη συμβολή του τραπεζικού τομέα στην πράσινη μετάβαση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα σε περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους (Environmental, Social, Governance – ESG) αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής της Επιτροπής για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Μέσω της πρότασης, η Επιτροπή επιδιώκει να  υποχρεώσει τις τράπεζες να εντοπίζουν, να γνωστοποιούν και να διαχειρίζονται συστηματικά τους κινδύνους ESG στο πλαίσιο της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων που εφαρμόζουν. Ενδεικτικά αναφέρουμε την υποχρέωση για τακτική διεξαγωγή ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων κλιματικών καταστάσεων (stress tests) τόσο από τις εποπτικές Αρχές όσο και από τις ίδιες  τις τράπεζες. Ενδεχομένως αν πριν μερικά χρόνια ή ακόμα και πριν μερικούς μήνες κάποιος έλεγε ότι οι κυπριακές τράπεζες θα εξετάζονται σε  stress test  και για θέματα ESG, πολλοί θα γελούσαν. Όμως, είναι ήδη εδώ. Μπορεί ο στόχος να είναι για ένα τραπεζικό τομέα πιο ανθεκτικό, και για να διασφαλίζεται ότι οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη τα ζητήματα βιωσιμότητας, ωστόσο, τίποτα δεν είναι χωρίς κόστος. Στην περίπτωση δε των κυπριακών τραπεζών, παρόλο που έχουν γίνει ορισμένα βήματα για εφαρμογή των κριτηρίων ESG, σίγουρα η συγκεκριμένη πρόταση βραχυπρόθεσμα θα αυξήσει τις εποπτικές απαιτήσεις αλλά και το κόστος λειτουργίας στο τραπεζικό σύστημα.

Με την τρίτη δέσμη μέτρων, η οποία αφορά κατά κύριο λόγο την εποπτεία των ομίλων χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech) στη σκιά του σκανδάλου της κατάρρευσης της Wirecard, θα καταπιαστούμε σε κατοπινό στάδιο, αφού η διείσδυση της τεχνολογίας στον τραπεζικό τομέα αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο από μόνο του.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή  σχολιάζει πως η συγκεκριμένη δέσμη μέτρων ανθεκτικότητας των τραπεζικών οργανισμών σκοπό έχει την ουσιαστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας του τραπεζικού τομέα της ΕΕ, αλλά, επί της ουσίας, για τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί ακόμα μία μεγάλη πρόκληση την οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν άμεσα και ουσιαστικά, αν δεν θέλουν να χάσουν τη μάχη του ανταγωνισμού σε όλα τα προαναφερόμενα επίπεδα. Ποιότητα κεφαλαίων, ζητήματα ESG, τεχνολογία.

 

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter