Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Σιμόν Αϊκούτ ποινή φυλάκισης 5 ετών για κάθε μία από τις 40 κατηγορίες, τις οποίες παραδέχθηκε, και οι οποίες συντρέχουν και ισχύουν από 19 Ιουνίου 2024.
Την πολυσέλιδη απόφαση ανέγνωσε η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, Χριστίνα Παρπότα. Σε αυτήν εξηγείται το σκεπτικό, η σοβαρότητα του αδικήματος και τα ελαφρυντικά στοιχεία, που λήφθηκαν υπόψη για την επιβολή της ποινής.
Σε δήλωση στο ΚΥΠΕ ο Ανδρέας Αριστείδης, Ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας, κατήγορος στην παρούσα υπόθεση, είπε ότι η σημερινή απόφαση καθιστά σαφές ότι η κατοχή τμήματος της Κύπρου δεν παράγει νομικά αποτελέσματα εις βάρος θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών.
«Η Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο κράτος ασκεί δικαιοδοσία σε σχέση με πράξεις που τελέστηκαν οπουδήποτε στην επικράτεια της ακόμα και σε περιοχές όπου δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο», τόνισε.
Το Κακουργιοδικείο μέσα από την απόφασή του, σημείωσε ο κ. Αριστείδης, έστειλε σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση «αν αγοράζετε, κτίζετε ή άλλως πως εκμεταλλεύεστε στις κατεχόμενες περιοχές, γη, που ανήκει σε Ε/κ, διαπράττετε σοβαρά ποινικά αδικήματα».
Είναι σημαντικό να τονιστεί, πρόσθεσε, ότι καθοριστικό γεγονός στην τεκμηρίωση των κατηγοριών αποτέλεσε η μεθοδικότητα, ο επαγγελματισμός και η συνέπεια που επέδειξε η ανακριτική ομάδα της Αστυνομίας κατά τη διερεύνηση της υπόθεση και τη συλλογή της μαρτυρίας, έργο που ήταν εξαιρετικά δύσκολο λόγω της κατοχής.
Η ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας
Άμεση ποινή φυλάκισης πέντε ετών επιβλήθηκε σήμερα από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε κατηγορούμενο, κάτοχο ισραηλινής, πορτογαλικής και τουρκικής υπηκοότητας, για αδικήματα που σχετίζονται με σφετερισμό ακίνητης περιουσίας Ελληνοκύπριων προσφύγων-ιδιοκτητών στα κατεχόμενα.
Η ποινική υπόθεση εναντίον του συγκεκριμένου προσώπου καταχωρίσθηκε από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ως η Κατηγορούσα Αρχή, στις 20 Ιουνίου 2024 οπόταν και παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο.
Προδικαστικά, η Υπεράσπιση του κατηγορουμένου ήγειρε διαδοχικά δύο ενστάσεις επικαλούμενη έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου της Δημοκρατίας να εκδικάσει αδικήματα που διαπράττοντα στα κατεχόμενα εδάφη και κατάχρηση της διαδικασίας. Αμφότερες οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθηκαν και ακολούθως ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ενοχή στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν.
Η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 2 Μαΐου 2025 και η Κατηγορούσα Αρχή κλήτευσε και παρουσίασε στο Κακουργιοδικείο 21 μάρτυρες κατηγορίας από τους συνολικά 116 μάρτυρες, που οπισθογραφούνταν στο κατηγορητήριο.
Στις 13 Οκτωβρίου 2025 και ενώ η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη, ο κατηγορούμενος, κατόπιν σχετικού αιτήματος, άλλαξε απάντηση σε 40 κατηγορίες, δηλώνοντας παραδοχή σε αυτές. Πρόκειται για κατηγόριες οι οποίες αφορούσαν στο αδίκημα των δόλιων συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, ως προβλέπεται από το άρθρο 303Α του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος δραστηριοποιείτο στις κατεχόμενες περιοχές στον τομέα ανάπτυξης γης και μεταξύ των ετών 2014 και 2024 συμμετείχε στον όμιλο «Afik», προβαίνοντας σε ενέργειες αναφορικά με την κατασκευή και πώληση ακινήτων, τα οποία ανεγέρθηκαν σε 40 τεμάχια γης συνολικής έκτασης 394.969 τ.μ., που ανήκουν σε Ελληνοκύπριους πρόσφυγες.
Ειδικότερα, οι κατηγορίες που παραδέχτηκε ο κατηγορούμενος αφορούν στην ανέγερση συνολικά έξι τουριστικών συγκροτημάτων στα κατεχόμενα χωριά Άγιος Αμβρόσιος Κερύνειας, Τρίκωμο, Ακανθού και Γαστριά χωρίς οποιοσδήποτε από τους νόμιμους ιδιοκτήτες των τεμαχίων να δώσει, άμεσα ή έμμεσα, συγκατάθεση για τη χρήση και την εκμετάλλευσή τους. Η συνολική αξία των 40 επίδικων τεμαχίων, σύμφωνα με εκτίμηση του Κτηματολογίου, ξεπερνά τα €36 εκατομμύρια Ευρώ.
Πρόκειται για την πρώτη υπόθεση που εκδικάστηκε σε δικαστήριο της Δημοκρατίας εναντίον φυσικού προσώπου, το οποίο συμμετείχε ενεργά στην παράνομη ιδιοποίηση ακινήτων στις κατεχόμενες από την Τουρκιά περιοχές της Κύπρου, διά της ανοικοδόμησης κτιρίων σε αυτά, καταδολιεύοντας τους νόμιμους ιδιοκτήτες.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε ο κ. Ανδρέας Π. Αριστείδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας. Την προδικαστική ένσταση στο θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου χειρίστηκαν η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και επικεφαλής του Τομέα Ποινικού Δικαίου κα Έλενα Κλεόπα, καθώς και ο Τομέας Διεθνούς Δίκαιου για τον χειρισμό εξειδικευμένων θεμάτων διεθνούς δικαίου, με την Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και επικεφαλής του Τομέα Διεθνούς Δικαίου κα Μαίρη-Ανν Σταυρινίδου και τις Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α’ κ.κ. Ιωάννα Δημητρίου, Μαρία Πήλικου και Μαρία Κούρτη.
Υπενθυμίζεται ότι σε προηγούμενη υπόθεση σφετερισμού (διαφήμιση) ελληνοκυπριακών περιουσίων στα κατεχόμενα, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε στις 9 Μαΐου 2025 ποινή φυλάκισης 2,5 ετών και 15 μηνών αντιστοίχως σε δύο πρόσωπα, υπήκοους Ουγγαρίας, τα οποία κρίθηκαν ένοχα στις κατηγορίες που αφορούν στο αδίκημα δόλιας συναλλαγής σε σχέση με ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους, κατά παράβαση των άρθρων 303Α(2)(β)(3), 50 και 5 (1)(ε)(vi) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 καθώς, με σκοπό την καταδολίευση, διαφήμισαν προς πώληση, μέσω ιστοσελίδας και προσωπικών τους λογαριασμών στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, οικιστικά συγκροτήματα τα οποία είχαν ανεγερθεί σε περιουσίες Ελληνοκύπριων προσφύγων χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Τα ακίνητα αφορούν σε περιουσίες Ελληνοκυπρίων που βρίσκονται σε κατεχόμενα χωριά των επαρχιών Αμμοχώστου και Κερύνειας. πηγή: sigmalive








