Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν το 3ο Συμπόσιο της Μονάδας Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας το οποίο πραγματοποιήθηκε πρόσφατα με θεματική «Το Δικαστήριο του 21ου αιώνα: Προσωπικό και Εξοπλισμός», ήταν οι διαδικασίες διορισμού και προαγωγής δικαστών στην Κύπρο.

Οι συγκεκριμένες διαδικασίες απασχολούν εδώ και δεκαετίες τον νομικό κόσμο της Κύπρου και παρόλο που τα τελευταία χρόνια εφαρμόστηκαν αλλαγές στη συγκεκριμένη διαδικασία, εντούτοις, φαίνεται πως ακόμα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.

Του Δρ. Νικόλα Κυριακίδη, Μέλος του Διδακτικού Προσωπικού και Διευθυντή της Μονάδας Δικονομικού Δικαίου, της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Δικηγόρος

Όπως ενδεικτικά ανέφερε κατά την παρέμβασή του ο Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Καθηγητής Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, παρά τις αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια, οι δικηγόροι δεν έχουν πραγματική συμμετοχή στην επιλογή των Δικαστών, αφού την τελική απόφαση την λαμβάνει και πάλι το Ανώτατο Δικαστήριο. Σημείωσε πως θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει καταγραφή της διαδικασίας που ακολουθείται, των αποτελεσμάτων προφορικής εξέτασης και κάποιων κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, για τις προσλήψεις δικαστών δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένα πρακτικό καταγραφής της διαδικασίας.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική και η παρέμβαση του πρώην προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Χρίστου Κληρίδη, με προσωπική  εμπειρία στη νέα διαδικασία πρόσληψης δικαστών. Όπως εξήγησε, παρόλο που οι δικηγόροι και ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, η νέα διαδικασία είναι αρκετά εποικοδομητική. Αποκάλυψε μάλιστα πως για κάποιους διορισμούς, οι εισηγήσεις που υπέβαλε ο Σύλλογος υιοθετήθηκαν και διορίστηκαν για πρώτη φορά δικηγόροι σε θέσεις προαγωγής και όχι πρώτου διορισμού. Ωστόσο, οι εισηγήσεις τους για διορισμούς στο Ανώτατο Δικαστήριο και σε ανώτερες θέσεις στα επαρχιακά δικαστήρια, δεν έγιναν αποδεκτές αφού κρίθηκε ότι οι θέσεις αυτές έπρεπε να πληρωθούν από δικαστές που βρίσκονται ήδη στην ανώτερη δικαστική βαθμίδα.  Ο κ. Κληρίδης εξέφρασε την αισιοδοξία ότι κι αυτό είναι κάτι που θα αλλάξει στο μέλλον για να προσθέσει πως υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος για βελτίωση του συστήματος.

Σε σχέση με τις γνώσεις και την εμπειρία των Δικαστών, ο κ. Κληρίδης ανέφερε πως χρειαζόμαστε σχολή δικαστών ή πανεπιστήμιο δικαστών από το οποίο να αποφοιτούν οι ενδιαφερόμενοι ή έστω σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια να πρέπει να επιτύχουν σε μία ανεξάρτητη εξέταση. Εξήγησε πως το σημερινό σύστημα με τις προφορικές συνεντεύξεις και τα κριτήρια στο χαρτί δεν είναι η ιδανική διαδικασία. Τόνισε επίσης πως η σχολή δικαστών που λειτουργεί σήμερα δεν έχει σχέση με κανονικές σχολές. Ουσιαστικά, με τον σημερινό τρόπο λειτουργίας, δικαστές κάνουν διαλέξεις σε δικαστές για να τους ενημερώσουν για διάφορα ζητήματα, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας για παράδειγμα, οι εξετάσεις για δικαστές είναι πολύ δύσκολες. Όσον αφορά τα προσόντα που απαιτούνται σήμερα, θέση του κ. Κληρίδη ήταν πως τα έξι χρόνια νομικής εμπειρίας δεν είναι αρκετός χρόνος για να αποκτήσει κάποιος όλα τα απαιτούμενα εφόδια που χρειάζεται ένας δικαστής.

Κατά την παρέμβαση του, ο κ. Αιμιλιανίδης είχε σχολιάσει πως το σύστημα αξιολόγησης των δικαστών είναι επίσης εξαιρετικής σημασίας. Ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι οι δικαστές έχουν το προνόμιο της πλήρους ασυλίας και η κλίμακα εισδοχής πρωτοδιόριστου επαρχιακού δικαστή είναι Α16, δηλαδή η ανώτερη κλίμακα που υπάρχει στο Δημόσιο. Δεν μπορεί, επεσήμανε, η αξιολόγηση να στηρίζεται μόνο στον αριθμό επιφυλαχθεισών αποφάσεων κάτι που απλώς βάζει χρονική πίεση στον δικαστή, ούτε στο δικαίωμα των δικηγόρων να υποβάλλουν παράπονα για ένα δικαστή που εν τέλει θα κρίνει την υπόθεσή τους.

Στο Συμπόσιο συμμετείχε και η Julinda Beqiraj, του Bingham Centre for the Rule of Law η οποία επεσήμανε πως υπάρχουν διάφορα μοντέλα αξιολόγησης στην Ευρώπη τα οποία λαμβάνουν υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως τον λόγο για τον οποίο γίνεται η αξιολόγηση, τη διαδικασία, ποιος κάνει την αξιολόγηση και που. Έδωσε το παράδειγμα της Αλβανίας, μίας χώρας υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ, η οποία πρόσφατα μεταρρύθμισε το δικαστικό της σύστημα, λέγοντας πως έχει δημιουργηθεί σχολή όπου εκπαιδεύονται οι δικαστές προτού διοριστούν. Επεσήμανε ακόμα πως η σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας διαφοροποιήθηκε και πλέον δεν αποτελείται μόνο από δικαστές, αλλά από έξι δικαστές, τρεις ακαδημαϊκούς, δύο δικηγόρους κι ένα άτομα από την κοινωνία των πολιτών. Εξήγησε πως το συγκεκριμένο δικαστήριο ασχολείται κυρίως με συνταγματικά ζητήματα και ότι η αλλαγή στη σύστασή του έγινε με γνώμονα τη μεγαλύτερη διαφάνεια και ανεξαρτησία. Ανέφερε ακόμα πως για το Συνταγματικό και το Ανώτατο Δικαστήριο μπορούν να αιτηθούν διορισμό κι άτομα από τον ιδιωτικό τομέα αλλά με διαφορετικά κριτήρια από τους υφιστάμενους δικαστές.

Κάθε χρόνο, στόχος του Συμποσίου είναι να αποτελεί ένα εποικοδομητικό Φόρουμ συζητήσεων και παραγωγής ιδεών στο οποίο όπως και κάθε χρόνο προσκλήθηκαν εκπρόσωποι της Δικαστικής Υπηρεσίας αλλά δεν κατέστη δυνατό να παραστούν. Ευελπιστούμε ότι στα επόμενα Συμπόσια θα έχουμε συμμετοχή και εκπροσώπων της Δικαστικής Υπηρεσίας ώστε συζήτηση να είναι πιο ουσιαστική και να υπάρχει λόγος και αντίλογος.

 

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter

Προηγούμενο άρθροΗ TUS Airways επιτυγχάνει ιστορικό ορόσημο με την πιστοποίηση IOSA
Επόμενο άρθροΣτο Ογκολογικό Κέντρο Τράπεζας Κύπρου η πρώτη επίσκεψη του νέου Υπουργού Υγείας Μ. Δαμιανού