Μπορεί να προκαλέσει ζημιά στη φήμη τους αλλά και να επιφέρει οικονομικό κόστος

 

Οι ηγέτες σε όλο τον κόσμο επιβεβαιώνουν διαρκώς τη δέσμευσή τους για επιτάχυνση των μέτρων για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Αντίστοιχα, η Christine Lagarde, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), δήλωσε πρόσφατα ότι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής πρέπει να είναι ένα από τα ζητήματα που θα απασχολούν το Διοικητικό Συμβούλιο όταν καθορίζει τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης.

Της Νικόλ Κ. Φινοπούλου, Δικηγόρος, Banking & Financial Services, LLB. LLM. LPC, CISL, University of Cambridge

Την ίδια ώρα, μελέτες διεθνώς δείχνουν ότι οι εταιρείες που έχουν δεσμευτεί να αναπτύξουν ένα ισχυρό προφίλ σε θέματα Περιβάλλοντος, Κοινωνίας και Διακυβέρνησης (Environmental, Social, Governance – ESG) είναι πολύ πιο πιθανό να προσελκύσουν διεθνείς επενδύσεις. Οι επενδύσεις συνδεδεμένες με τα κριτήρια ESG έχουν αυξηθεί εκθετικά τα τελευταία χρόνια. Υπολογίζεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία ESG θα ξεπεράσουν τα $53 τρισεκατομμύρια μέχρι το 2025.

Ωστόσο, δεν είναι όλα πράσινα σ’ αυτήν την προσπάθεια, καθώς οι καταγγελίες για το λεγόμενο  «Greenwashing», αλλιώς «πράσινο ξέπλυμα», διαδέχονται η μία την άλλη. Το φαινόμενο Greenwashing, όπως έχει ονομαστεί, πρωταρχικά προκύπτει  κατά κύριο λόγο από καταχρηστικές πρακτικές μάρκετινγκ μέσω των οποίων μεγεθύνονται ή παραποιούνται τα Βιώσιμα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας ή μιας στρατηγικής.

Με την πάροδο του χρόνου αποδίδεται σ’ ότι  αφορά κάθε πλαίσιο εμπορικής και επιχειρηματικής πρακτικής π.χ. ένα νέο όχημα, ένα καταθετικό προϊόν, μία δέσμευση για μηδενικές εκπομπές ρύπων, ένα πράσινο κτίριο, προϊόντα μείωσης ρύπων (net zero products). Αν η προώθηση και προβολή που λαμβάνουν αυτά τα προϊόντα ή υπηρεσίες δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό τους υπόβαθρο τότε μπορεί να θεωρηθούν ως υπερβολικά και  παραπλανητικά.

Καθώς οι ενδιαφερόμενοι φορείς πιέζουν τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν διαδικασίες παραγωγής που θα μειώσουν το περιβαλλοντικό και αρνητικό κοινωνικό τους αποτύπωμα, πολλές από αυτές πέφτουν στην παγίδα του Greenwashing, είτε εσκεμμένα, είτε λόγω παράβλεψης  ή ακόμη και αφέλειας.

Δυστυχώς, επιχειρήσεις από πολλούς τομείς (ακόμα και αυστηρά εποπτευόμενους) στην προσπάθεια τους να επωφεληθούν από αυτήν την αναπτυσσόμενη αγορά προωθούν ιδιαίτερα έντονα τα «green» διαπιστευτήριά τους με αποτέλεσμα αρκετές φορές να φτάνουν ή ακόμα και να ξεπερνούν τα όρια του αθέμητου «washing» και αναγνωρισμένων κωδικών δεοντολογίας. Αυτή η τάση για ανάδειξη βέλτιστων πρακτικών σε υπερθετικό βαθμό,  μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο κατηγοριών «Greenwashing». Ενδεικτικά είναι τα ευρήματα σχετικής μελέτης, σύμφωνα με τα οποία, σχεδόν το 60% των ισχυρισμών περί βιώσιμων πρακτικών από ορισμένους οίκους μόδας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αστήρικτοι» και «παραπλανητικοί».

Οι επιπτώσεις του Greenwashing δεν αφορούν απλώς τη φήμη και το καλό όνομα ενός οργανισμού. Μπορεί να έχουν και άμεσες οικονομικές επιπτώσεις και να οδηγήσουν σε δικαστικές διαδικασίες μέσω αγωγών αλλά και σε ρυθμιστικές ποινές.

Ενδεικτική είναι η περίπτωση της οργάνωσης Client Earth (clientearth.org), ενός πρωτοποριακού μη κυβερνητικού οργανισμού που στελεχώνεται κυρίως από δικηγόρους και που στοχεύει μεταξύ άλλων στην προστασία του περιβάλλοντος  μέσω νομικών εργαλείων που παρέχει το Κράτος Δικαίου. Η οργάνωση κατά το 2019, ισχυριζόμενη αναφορές παραπλανητικών ή δόλιων επικεφαλίδων διαφημίσεων (misleading or false representations), κατέθεσε  την πρώτη στο είδος της  νομική αξίωση κατά της πετρελαϊκής BP και πιο πρόσφατα κατά της Chevron. Είναι χαρακτηριστικό πως στις Ηνωμένες Πολιτείες  οι εταιρείες ExxonMobil, Wesson Oils και Tyson Foods Inc. βρίσκονται στο στόχαστρο τόσο μη κερδοσκοπικών οργανισμών όσο και σχετικών Αρχών μετά από καταγγελίες για Greenwashing. Οι εν λόγω υποθέσεις παρακολουθούνται τόσο για την επιστημονική τους εξέλιξη στην βάση των ισχυουσών νομοθεσιών και κανονισμών όσο και σε επίπεδο εφαρμογής μοντέλων και πρακτικών που θα κριθούν αναλόγως του αποτελέσματος.

Επίσης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχουν ξεκινήσει δικαστικές διαδικασίες από επενδυτές οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αγόρασαν επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενοι σε παραπλανητικό «πράσινο» μάρκετινγκ ή σε στοιχεία που τους παρατέθηκαν και τα οποία δεν ήταν ακριβή ή ενδελεχή σε σχέση με ESG κανονισμούς και νομοθετικές υποχρεώσεις. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι εποπτικές αρχές τόσο στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη γίνονται διαρκώς αυστηρότερες όσον αφορά τον έλεγχο και τις γνωστοποιήσεις πρακτικών ESG αλλά και γενικότερα προώθησης της Βιώσιμης Χρηματοδότησης(Sustainable Finance). Αναλυτικότερα με τις δράσεις των αρμόδιων εποπτικών Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα ασχοληθούμε στο επόμενο άρθρο.

Οι κυπριακές επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον ασχολούνται πιο ενεργά με το ζήτημα της Βιωσιμότητας (Sustainability) και της παρουσίασης πράσινων προϊόντων (Green Finance) και υπηρεσιών θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές και να μην παρασύρονται ένεκα ενθουσιασμού ή ακόμα και σκόπιμα, γιατί η παγίδα και οι κίνδυνοι του Greenwashing ούτε εύκολα ούτε χωρίς νομικό ή οικονομικό κόστος ξεπερνιούνται.

 

Ακολουθήστε μας στο Facebook, Instagram και Twitter

Προηγούμενο άρθροΥποτροφίες σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές από την Huawei Κύπρου
Επόμενο άρθροTo Wolt Market ανοίγει το πρώτο του delivery-only κατάστημα στην Κύπρο